- Η ζωή της
- Το έργο της
-
Ο Σύλλογος
- Ο Σύλλογος
- Περιεχόμενα
-
Της Τριανταφυλλιάς τα Φύλλα
6 & 7 Απριλίου 2024, Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων
6 & 7 Απριλίου 2024, Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων
- Η Xορωδία
- Επικοινωνία
- Ενημέρωση
Βρίσκεστε στο: Κεντρική σελίδα Το έργο της Δημοσιεύματα και συνεντεύξεις Γνήσια Ελληνική μουσική στην ξενιτιά
Γνήσια Ελληνική μουσική στην ξενιτιά
Συνέντευξη, Μαρία Μαρκογιάννη, Περιοδικό, Εικόνες, 19/12/1984
Κείμενο
Με τους λαϊκούς οργανοπαίχτες και τραγουδιστές του συγκροτήματος της, η Δόμνα Σαμίου ταξιδεύει στα πέρατα του κόσμου για να φέρει στους ξενιτεμένους, στους μετανάστες, στους ξεριζωμένους, με τα τραγούδια, ένα χαιρετισμό από την Ελλάδα, λίγη γεύση και μια μυρωδιά από τα χρώματα της πατρίδας.
Δεν πάνε πολλές μέρες από την επιστροφή της από τη μακρινή Αυστραλία, όπου η ελληνική παροικία είναι από τις μεγαλύτερες. Τη συνάντησα για να ακούσω τις εντυπώσεις της από το συναρπαστικό αυτό ταξίδι.
Πρώτος σταθμός το Αμπού - Ντάμπι. Αυτό που μπόρεσα να δω από το παραθυράκι του αεροπλάνου, καθώς προσγειωνόταν, ήταν ένα απέραντο επίπεδο έδαφος, όλο άμμο και κάτι φυτά που φύτρωναν τούφες τούφες. Μείναμε μια ώρα στο αεροδρόμιο, ένα κτίσμα υπερμοντέρνο και λιγάκι νεόπλουτο, με έντονα χρώματα.
Ύστερα από τέσσερις ώρες κατεβήκαμε στο Κολόμπο, πρωτεύουσα της Σρι Λάνκα. Μετά το Κολόμπο η Σιγκαπούρη. Εκεί αλλάξαμε αεροπλάνο και αμέσως φύγαμε για τη Μελβούρνη όπου μας περίμενε η ελληνική επιτροπή της Κοινότητας. Μας πήγανε σε ένα ωραιότατο ξενοδοχείο. Αφήσαμε τα πράγματά μας, φάγαμε μεσημεριανό, ξεκουραστήκαμε για δύο ώρες και μετά πήγαμε στην αίθουσα όπου θα γινόταν η συναυλία για να κάνουμε δοκιμή με τα ηχητικά μηχανήματα.
Η αλλαγή ήταν πολύ μεγάλη. Οι Αυστραλοί πάνε μπροστά από μας οκτώ ώρες. Τελείως τα χάνεις, δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι και μετά την κούραση του 26ωρου ταξιδιού. Αλλά παρ' όλα αυτά βάλαμε όλη μας τη δύναμη, οι μουσικοί μου και εγώ βεβαίως, και δώσαμε τη συναυλία στο «Μπαλέ Θίατερ» της Μελβούρνης στις 22 Σεπτεμβρίου. Είχαμε κάπου 1.500 Έλληνες. Πολλοί είναι τρίτη γενεά, έχουν γεννηθεί εκεί. Και η δική μας συγκίνηση και των ακροατών μας ήταν πολύ μεγάλη. Οι μεγάλοι έχουν φοβερή νοσταλγία για την Ελλάδα. Κρατάνε πολύ καλά τη γλώσσα. Μόνο τα μικρά παιδιά δεν μιλάνε πολύ καθαρά ελληνικά.
Ποιός οργάνωσε τις συναυλίες, ποιος σας κάλεσε να πάτε στην Αυστραλία;
Μας κάλεσε η Ελληνική Κοινότητα του Σύδνεϋ μέσω του Υ.Π.Π.Ε. Έστειλαν γράμμα και ζήτησαν το «Συγκρότημα Δόμνας Σαμίου».
Εγώ δεν γνώριζα κανέναν από αυτούς τους ανθρώπους. Αυτοί με γνώριζαν από δίσκους μου, από εκπομπές στην τηλεόραση, που είχαν δει εδώ δικοί τους και από τις εφημερίδες, και από αυτά που έχουν γραφτεί κατά καιρούς γύρω από τη δουλειά μου και ήθελαν να παρουσιάσουν κάτι σοβαρό. Γιατί, από ότι μου είπαν, δεν είχαν ακούσει έως τώρα κάτι καλό. Συγκρότημα με γνήσια παραδοσιακή μουσική δεν είχε πάει σχεδόν καθόλου. Συνήθως ήταν 14ης κατηγορίας...
Λοιπόν, οι Έλληνες της κάθε περιοχής της Αυστραλίας έχουν κάνει δικό τους Σύλλογο. Η πρώτη που ιδρύθηκε και η πιο επίσημη είναι η «Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα» του Σύδνεϋ. Υπάρχει μια ανάλογη στη Μελβούρνη και άλλη στην Αδελαΐδα.
Πόσους μουσικούς είχες μαζί σου;
Είχα δέκα μουσικούς κι εγώ έντεκα. Ήταν δέκα οι μουσικοί μου, αλλά ουσιαστικά ήταν σαν δεκατρείς, γιατί μερικοί έπαιζαν διαφορετικά όργανα. Είχα έναν κλαρινοπαίχτη που παίζει φλογέρα μικρή καλαμένια, πίπιζα, το όργανο της Ρούμελης και της Πελοποννήσου και ούτι. Είχα Κρητικό λυράρη και λαουτιέρη, είχα γκάιντα από τη Θράκη, αυτός έπαιζε και μια άλλη φλογέρα, τη γαβάλα ή τζαμάρα όπως τη λέγε στη Στερεά Ελλάδα και είναι τόσο μεγάλη που κόβεται στα τρία, είχα Πόντιο λυράρη. Είχα λαούτο, τουμπελέκι. Είχα και τον Κύπριο τραγουδιστή Χρήστο Σίκκη, δάσκαλο μουσικής τη Σχολή Μωραΐτη.
Πριν φύγουμε ατό την Ελλάδα, φρόντισα να μάθω από ποιες περιοχές της Ελλάδας ήταν οι μετανάστες μας. Έκανα το πρόγραμμα με τέτοιον τρόπο, ώστε να συμπεριλάβω έστω και ένα τραγούδι από την κάθε περιοχή.
Εκτός από Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρο, έμαθα ότι πολλοί κατάγονταν από το Καστελόριζο. Ετσι έβαλα τραγούδια από αυτό το νησί. Είχα μάλιστα μια προσωπική εμπειρία.
Πριν από τέσσερα χρόνια, ένα Σεπτέμβρη, βρέθηκα στο πανηγύρι της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας. Ήταν γεμάτο από Ελληνες της Αυστραλίας. Είχαν κάνει το μακρινό ταξίδι για να βρεθούν στο πανηγύρι και να δουν τους συγγενείς. Ήταν η κατάλληλη εποχή, γιατί το δικό μας φθινόπωρο είναι άνοιξη δική τους, και ο δικός μας χειμώνας είναι καλοκαίρι δικό τους.
Επίσης, είχα τραγούδια Λευκαδίτικα, τραγούδια από τη Λήμνο, από την Κρήτη, από την Κύπρο. Υπάρχουν πάρα πολλοί Κύπριοι, και τραγούδια Μικρασιατικά. Κάλυψα σχεδόν όλη την Ελλάδα. Ήταν η πρώτη φορά που αυτοί οι ξενιτεμένοι Έλληνες άκουγαν γνήσια όργανα, μελωδίες και στίχους χαρακτηριστικούς από την κάθε περιοχή. Θυμάμαι ότι ήρθε ένας κύριος με μια ανθοδέσμη, μου πρόσφερε πάνω στη σκηνή, για να με ευχαριστήσει για τη συγκίνηση που ένιωσε ακούγοντας τα Μακεδονίτικα τραγούδια. Ήταν Μακεδόνας.
Το πρόγραμμά όμως κράτησε τρεις ώρες και δεν μας άφηναν να φύγουμε. Το κοινό ζητούσε «κι άλλο, κι άλλο!» Ο υπεύθυνους με παρακάλεσε να τελειώνουμε γιατί έπρεπε να παραδώσει την αίθουσα ορισμένη ώρα, διαφορετικά θ(α πλήρωνε επιπλέον το κάθε λεπτό! Ευχαρίστησα ιδιαίτερα τους μουσικούς μου, που ύστερα από τέτοιο κουραστικό ταξίδι άντεξαν κι έδωσαν ένα πρόγραμμα που είχε πάρα πολλή επιτυχία.
Σε ποιά άλλη πόλη της Αυστραλίας δώσατε συναυλία;
Την επομένη ήμασταν στην Αδελαΐδα. Η απόσταση από Μελβούρνη στην Αδελαΐδα είναι μιάμιση ώρα με το αεροπλάνο. Μας υποδέχτηκε η τοπική επιτροπή και επαναλήφθηκε η ίδια διαδικασία: ξενοδοχείο - εστιατόριο - δοκιμή στην αίθουσα και στη συνέχεια συναυλία.
Η Αδελαΐδα είναι πόλη πιο μικρή από τη Μελβούρνη. Οι άνθρωποι πιο απλοί, πηγαίοι και αυθόρμητοι. Όσο εμείς κάναμε δοκιμή, έξω από την πόρτα είχε μαζευτεί κόσμος που ανυπομονούσε να μπει μέσα στο Θέμπαρτον Χολ, όπου θα παίζαμε.
Στη συναυλία ήρθε και ο Έλληνας πρόξενος κ. Κ. Καραμπέτσος. Το κοινό ήταν εξαιρετικά ενθουσιώδες και από ό,τι υπολόγισαν κάπου 2.000 άτομα θα παρακολούθησαν την εκδήλωση. Οι υπεύθυνοι στην αρχή ήσαν επιφυλακτικοί, αλλά όταν είδαν τον ενθουσιασμό του κόσμου έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μας περιποιηθούν και να μας ευχαριστήσουν. Μείναμε μια μέρα στην Αδελαΐδα και μας ξενάγησαν στην πόλη.
Εγώ ζήτησα να δω τους ιθαγενείς, που παλιότερα τους αποδεκάτισαν πυροβολώντας τους εν ψυχρώ. Έτσι, σαν να έκαναν σαφάρι! Όσοι απόμειναν συχνάζουν σε μια πλατεία. Στην Αδελαΐδα μας τράβηξε και η τηλεόραση. Σε ένα πρόγραμμα κάπου δυόμισι ωρών, το οποίο θα μεταδίδουν κατά διαστήματα.
Στην Αδελαΐδα ο Χρήστος Σίκκης ο Κύπριος συνάντησε συμπατριώτες του από το ίδιο χωριό, το Αραδίππου, που είχε να τους δει από δέκα χρονών παιδάκι. Από αυτό το χωριό το 60% των κατοίκων έχουν μεταναστεύσει.
Σας φαντάζομαι να μαζεύετε τα πράγματά σας, να φτιάχνετε τις βαλίτσες σας και πάλι στο δρόμο για τον επόμενο σταθμό...
... Που ήταν το Σύδνεϋ. Κάθε χρόνο οργανώνουν ένα φεστιβάλ. Η επιτροπή του φεστιβάλ, φέτος, συνεργάστηκε με την «Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα» και αυτοί οι δύο φορείς ήταν που μας κάλεσαν και οργάνωσαν τις συναυλίες μας.
Το Σύδνεϋ, που ήξερε περισσότερα για μας, ειδοποίησε τις δύο άλλες πόλεις που δεν μας ήξεραν ότι: «έρχεται το συγκρότημα Δόμνα Σαμίου, θα θέλατε να δώσει μια συναυλία στην πόλη σας;» Δέχτηκαν και δεν το μετάνιωσαν.
Στο Σύδνεϋ κάναμε την εθιμοτυπική μας επίσκεψη στο γενικό πρόξενο κ. Επαμεινώνδα Τέιο. Η Ελληνική Πρεσβεία είναι στην Καμπέρα. Στο Σύδνεϋ είναι η έδρα της Αρχιεπισκοπής της Αυστραλίας. Αρχιεπίσκοπος είναι ο κος Στυλιανός από την Κρήτη. Επίσης, υπάρχει «Κυπριακή Αδελφότητα» που στεγάζεται σε ένα μεγάλο ωραίο κτίριο με εστιατόριο.
Στο Σύδνεϋ ο Μαθιός Βεντούρης, ο λαουτιέρης μου, βρήκε συγγενείς, και ο Χρήστος Σίκκης, την αδελφή του, τα παιδιά της και τα εγγόνια της. Κάθε βράδυ ήταν μαζί τους, και όταν φύγαμε αυτός έμεινε για μια βδομάδα επιπλέον.
Δώσαμε τη συναυλία μας στο Τάουν Χολ στις 30 Σεπτεμβρίου με μεγάλη επιτυχία. Ένα βράδυ μας κάλεσε ο Σύλλογος των Λημνίων σε δείπνο. Μια άλλη φορά μας έκαναν το τραπέζι Έλληνες από τις Κυκλάδες σε ένα θαυμάσιο εστιατόριο.
Το Σύδνεϋ είναι μια πολύ όμορφη πόλη, κτισμένη στις εκβολές ενός ποταμού που σχηματίζει φιόρδ. Όλη η Αυστραλία είναι πολύ απλωμένη σε πεδιάδες και βουτηγμένη στο πράσινο. Εγώ προσωπικά δεν θα ήθελα ποτέ να ζήσω εκεί. Προτιμώ την Ελλαδίτσα μας. Τίποτα δεν συγκρίνεται μπροστά της!
Γνώρισα έναν ογδοντάχρονο Έλληνα, τον μπαρμπα-Θανάση Ράπτη, μετανάστη από την Εύβοια. Είχε ένα μπάγκο έξω από τα ξενοδοχεία και πουλούσε γαρίδες και ποδαράκια από καραβίδες. Εκανε οικογένεια: τρία αγόρια και ένα κορίτσι και έφτασαν τα παιδιά του, σήμερα, να έχουν τριάντα αλιευτικά στις βόρειες παραλίες της Αυστραλίας και να ψαρεύουν γαρίδες.
Στην Αδελαΐδα έχουν ένα εργοστάσιο. Εκεί έρχεται η γαρίδα, γίνεται η διαλογή, συσκευάζεται κατάλληλα, και μπαίνει στα ψυγεία. Εξάγουν χιλιάδες τόνους στον κόσμο όλο. Ενας από τους γιους του έχει και αεροπλάνο για τις μετακινήσεις του.
Πώς είναι οι Έλληνες στην Αυστραλία; Είναι ευχαριστημένοι, είναι πετυχημένοι;
Δουλεύουν, αμείβονται, έχουν πολλές παροχές από την κυβέρνηση, το βιοτικό επίπεδο είναι πολύ υψηλό. Υπάρχουν πολλοί Ελληνες πλούσιοι. Αλλά η νοσταλγία είναι μεγάλη. Έχουν δημιουργήσει πολλούς χορευτικούς ομίλους, π.χ. όμιλος Ποντίων, Μακεδόνων, η Δωδεκανησίων και ομίλους από άλλες περιοχές της Ελλάδας. Προσπαθούν να αντιγράψουν φορεσιές ελληνικές για να ντύσουν τα παιδιά τους και να κρατήσουν την παράδοση.
Έτυχε να παρακολουθήσω τις δοκιμές ενός χορευτικού ομίλου. Τα παιδιά δυσκολεύονταν να μιλήσουν ελληνικά, αλλά χόρευαν με πολύ κέφι και ρυθμό. Μερικοί θέλουν να γυρίσουν πίσω στην Ελλάδα, αλλά έχουν προβλήματα με τα παιδιά τους που πηγαίνουν σε αγγλόφωνα σχολεία. Μαθαίνουν λίγα ελληνικά τα απογεύματα.
Διαπίστωσα όμως, μια διαμάχη μεταξύ των Ελλήνων. Ποιος φταίει δεν ξέρω. Είναι δυσάρεστο και λυπηρό Έλληνες, σε έναν ξένο τόπο, να μην είναι μεταξύ τους δεμένοι και συσπειρωμένοι.
Και πώς τελείωσε το ταξίδι σας;
Η τελευταία εκδήλωση ήταν σε έναν υπαίθριο χώρο, το Μάρικβιλ. Εκεί οι Έλληνες κάνουν κάθε χρόνο ένα γλέντι με ελληνικά φαγητά και ποτά. Έχουν και μια εξέδρα όπου παίζουν δικά τους συγκροτήματα. Παίξαμε και μεις, και αυτοί χόρεψαν σαν τρελοί.
Η Αυστραλία ήταν για όλους μας μια μεγάλη εμπειρία.
Γνήσια Ελληνική μουσική στην ξενιτιά
Περιοδικό Εικόνες, 19/12/1984