- Η ζωή της
- Το έργο της
-
Ο Σύλλογος
- Ο Σύλλογος
- Περιεχόμενα
-
Της Τριανταφυλλιάς τα Φύλλα
6 & 7 Απριλίου 2024, Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων
6 & 7 Απριλίου 2024, Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων
- Η Xορωδία
- Επικοινωνία
- Ενημέρωση
Βρίσκεστε στο: Κεντρική σελίδα Το έργο της Δημοσιεύματα και συνεντεύξεις Συνέντευξη στην εκπομπή «Μονόγραμμα» του Γιώργου Σγουράκη
Συνέντευξη στην εκπομπή «Μονόγραμμα» του Γιώργου Σγουράκη
Συνέντευξη, Τηλεόραση, ΕΡΤ, 10/12/1985
Κείμενο
Απομαγνητοφωνημένα αποσπάσματα από την εκπομπή «Μονόγραμμα» του Γιώργου Σγουράκη με καλεσμένη τη Δόμνα Σαμίου που προβλήθηκε στην ΕΡΤ το 1986.
Γεννήθηκα στην Καισαριανή το 1928. Οι γονείς μου ήτανε μικρασιάτες. Η μητέρα μου ήρθε το ’22 μαζί με τους πρόσφυγες, ο πατέρας μου έμεινε αιχμάλωτος στη Μικρά Ασία και γύρισε μετά από ένα χρόνο με την Aνταλλαγή των πληθυσμών. Στην αρχή η μητέρα μου, όπως όλοι οι πρόσφυγες, έμενε σε αποθήκες, σε σχολεία, μετά τους δώσανε αντίσκηνα στην Καισαριανή. Επέστρεψε ο πατέρας μου λοιπόν, μετά το Υπουργείο Προνοίας τους έδωσε παράγκες και έτσι εγκατασταθήκανε μέσα σε παράγκα. Φυσικό είναι όλοι οι γείτονές μου ήτανε Mικρασιάτες. Αυτοί οι άνθρωποι που ήρθαν από κει παρ’ όλο τον καημό που είχανε, παρ’ όλο τον πόνο που χάσανε την πατρίδα τους και τα σπίτια τους και τα έχει τους, βρήκανε δουλειά σιγά σιγά εδώ και το κέφι δεν τους έλειπε. Πήγαιναν στις ταβέρνες που δημιουργήθηκαν εκεί γύρω, πίναν το κρασάκι τους, το ουζάκι τους, τραγουδούσανε.
Σχολείο πήγα στην αρχή σε μια παράγκα, όπως και η εκκλησία ήτανε παράγκα -στην γειτονιά μας είχαμε την εκκλησία του Αγίου Νικολάου- δεν ήταν αυτό το μεγαθήριο που υπάρχει τώρα, ήταν μια απλή παράγκα η εκκλησία. Στην αρχή λοιπόν τα πρώτα μου σχολικά χρόνια τα έκανα σε μiα παράγκα, μετά χτίστηκε το σχολείο του Βενιζέλου, επάνω στην Καισαριανή και τα υπόλοιπα χρόνια τα πέρασα εκεί.
Εκεί λοιπόν, στη γειτονιά μου, οι άνθρωποι ήτανε πάρα πολύ εγκάρδιοι. Γινόταν ας πούμε ένας γάμος. Όλοι μαζί βοηθούσαν στο γάμο, στρώνανε τα τραπέζια στην αυλή, φορούσανε στη μέση τους οι άντρες τραπεζομάντιλα και κάνανε τα γκαρσόνια ή αν γεννούσε μια γυναίκα, τρέχανε όλες οι γειτόνισσες να βοηθήσουνε τη λεχώνα, να της πλύνουν τα ρούχα, να της πλύνουν τα πιάτα, να μαγειρέψουνε ή αν γινότανε κηδεία πάλι όλοι τρέχανε να βοηθήσουνε. Δεν είναι αυτό το σημερινό που μένεις σε μια πολυκατοικία και δεν ξέρεις ποιός κάθεται από πάνω, ποιός κάθεται από κάτω, ποιός κάθεται πλάι. Εκεί γνώριζε ο ένας τον άλλον στη γειτονιά και όλοι συντρέχανε ο ένας τον άλλον να βοηθήσουνε.
Από φτώχεια τώρα καταλαβαίνετε τι γινότανε. Θυμάμαι πάρα πολλές φορές ότι τα βράδια δεν είχαμε τίποτα στο σπίτι μου να φάμε και παίρναμε μια ρέγγα από τον μπακάλη κι ο πατέρας μου άναβε μια εφημερίδα για να την ψήσει και τρώγαμε τέσσερα άτομα, η μητέρα μου, ο πατέρας μου, η αδερφή μου κι εγώ, μια ρέγγα και τα τέσσερα άτομα, πίναμε και μπόλικο νερό γιατί ήτανε αλμυρή η ρέγγα, φούσκωνε η κοιλιά μας και κοιμόμασταν.
Από ρούχα, βλέπω τώρα, ας πούμε, που είναι γεμάτη η Αθήνα από μαγαζιά με διάφορα ρούχα μοντέρνα, και το πουλόβερ και το ζακέτο και τα παπούτσια. Εγώ θυμάμαι ότι παπούτσια μας παίρνανε μια φορά το χρόνο και κείνο αν καταφέρναν να το πάρουμε. Βέβαια υπήρχε τότε η «Ιματιοθήκη του μαθητή» και κάθε χρόνο στα άπορα παιδάκια ερχόντουσαν και μας δίνανε από ένα πακέτο που είχε μέσα από μια μπλε ποδίτσα με άσπρο γιακαδάκι και ένα ζευγαράκι παπουτσάκια.
Εκεί στην Καισαριανή, όπως είπα και πριν, οι άνθρωποι παρόλο το πόνο τους γλεντούσανε, διασκεδάζανε. Υπήρχε κοντά στην παράγκα μας η ταβέρνα του μπάρμπα-Αλέκου, όπου στο πίσω μέρος πουλούσε κάρβουνα, κωκ και δαδί, είχε και τα βαρέλια με το κρασί και μπροστά ήταν ταβέρνα με αυτά τα πράσινα τραπεζάκια τα σιδερένια, όπου πήγαιναν οι άνθρωποι το βράδυ μετά τη δουλειά τους, άλλος ήτανε φούρναρης, ο κυρ-Στέφος που είχε έξι παιδιά και δύο οι γονείς οκτώ σε μια παράγκα, ήταν ο κυρ-Βαγγέλης ο μανάβης που γύριζε με τη σούστα, αυτός πέντε παιδιά, ήτανε η κυρά-Κωσταντία η λαδού που είχε την παράγκα, είχε οκτώ παιδιά και δύο οι γονείς δέκα, και είχε κάνει ένα κουζινάκι ο άντρας της που αυτή το είχε κάνει μπακάλικο. Λοιπόν όλοι αυτοί οι άνθρωποι μετά τη δουλειά τους πηγαίναν στου μπάρμπα-Αλέκου την ταβέρνα να πιουν το κρασάκι τους, να διασκεδάσουνε.
Την εποχή εκείνη θυμάμαι υπήρχε, αν θέλετε, το τζουκ μποξ της σημερινής εποχής. Γύριζε κάποιος με το γραμμόφωνο με το χωνί στον ώμο, στον άλλο ώμο είχε μια θήκη που έβαζε τους δίσκους των 78 στροφών και στη μασχάλη το γραμμόφωνο. Γύριζε τις ταβέρνες, έφτανε στον μπάρμπα-Αλέκο του’δινες μια δραχμή εσύ και του ’λεγες, παίξε μου το Χαρικλάκι ή το Κάτω στα λεμονάδικα, και τα έπαιζε.
...............................
Το αυτί μου εμένα από τότε σαν παιδάκι που ήμουνα έπαιρνε όλους αυτούς τους ήχους και τις μουσικές. Ο πατέρας μου έψελνε πάρα πολύ ωραία κι επίσης τραγουδούσε πολύ ωραία. Θυμάμαι όταν γύριζε από τη δουλειά του μ’ έπαιρνε στα γόνατά του και με ταχτάριζε (τραγουδάει δυο ταχταρίσματα). Ήταν και η εκκλησία του Αγίου Νικολάου όπως σας είπα και κάθε Κυριακή πήγαινα μαζί με τον πατέρα μου και παρακολουθούσα τη λειτουργία, βέβαια όχι από θρησκοληψία αλλά γιατί μου άρεσε αυτή η μουσική, το είχα σαν να πήγαινα σε μία συναυλία, ας πούμε. Σιγά σιγά είχα μάθει όλη τη λειτουργία απ’ έξω, τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, τους Χαιρετισμούς, θυμάμαι πως είχα μάθει και το «Άσπιλε, αμόλυντε...» (ψέλνει λίγο) όλο αυτό το κομμάτι το έλεγα απ’ έξω. Έτσι τα χειμωνιάτικα βράδια -ρεύμα δεν υπήρχε, είχαμε μια λάμπα με πετρέλαιο- καθόμασταν λοιπόν με τον πατέρα μου, η αδερφή μου κι η μάνα μου και, πώς να περάσουν τα βράδια, κάναμε αν θέλετε ένα είδος μουσικής δωματίου. Έψελνε ο πατέρας μου, έκανε τον παπά εγώ έκανα τον διάκο, ο πατέρας μου έκανε τον δεξιό ψάλτη εγώ τον αριστερό κι έτσι «βγάζαμε» όλη τη λειτουργία μέσα στην παράγκα.
Τα χρόνια περνούσανε, έβγαλα το δημοτικό σχολείο αλλά δεν μ’ άρεσαν πολύ τα γράμματα....Τελείωσα λοιπόν το δημοτικό σχολείο το καλοκαίρι του ’40 και εκείνο που ήθελα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ήταν να δουλέψω για να μπορέσω να βοηθήσω οικονομικά το σπίτι μου γιατί, όπως είπα, υπήρχε μεγάλη φτώχεια. Θυμάμαι η παράγκα είχε από πάνω πισσόχαρτο και κάθε φθινόπωρο ο δήμαρχος της Καισαριανής μοίραζε από ένα τόπι πισσόχαρτο στους άπορους. Ο πατέρας μου ανέβαινε επάνω στη σκεπή και το κάρφωνε, αλλά με τον πρώτο δυνατό αέρα σκιζόταν και βέβαια μόλις άρχιζε η βροχή, έπεφτε μέσα. Όπου η κακομοίρα η μάνα μου έπαιρνε τσουκάλια, τεντζερέδια, κατσαρόλια και τα ’βαζε όπου έτρεχε το νερό κι έσταζε. Θυμάμαι πολλές φορές έσταζε και πάνω στο κρεβάτι που κοιμόμουνα με την αδερφή μου. Τύλιγε το στρώμα ρολό, το ’κανε στην άκρη και μας έβαζε επάνω και κάποιες βραδιές ξενυχτούσαμε πάνω στο στρώμα για να μη βραχεί και μουχλιάσει.
Είχα πει ότι παπούτσια παίρναμε μια φορά το χρόνο, κάθε Πάσχα και Λαμπρή που λέμε, και θυμάμαι μια φορά, χαρά εγώ, παιδάκι, να πάνε να μου πάρουν παπούτσια. Πήγαμε λοιπόν στο Παγκράτι, μου δώσανε ένα ζευγάρι να δοκιμάσω, ήταν και καφέ το χρώμα, μου αρέσανε πολύ, τα φόρεσα αλλά ήταν στενά. Φοβήθηκα να πω στη μάνα μου ότι είναι στενά μήπως και δεν μου πάρει άλλα, δεν είπα τίποτα, τα πήραμε αλλά υπέφερα τρομερά. Αμέσως λοιπόν μόλις τέλειωσα το δημοτικό σχολείο το καλοκαίρι έπιασα δουλειά σε ένα ραφτάδικο. Με στέλναν εδώ, με στέλναν εκεί σε δουλειές και έπαιρνα δέκα δραχμές την ημέρα. Το πρώτο βδομαδιάτικο που πήρα, εξήντα δραχμές, η πρώτη μου δουλειά ήταν να πάω να πάρω ένα ψωμάκι, ένα καρπούζι και να πάω στο σπίτι μου φορτωμένη, ότι κι εγώ βοηθάω και συνεισφέρω.
Αλλά μετά από λίγο αρχίζει ο πόλεμος, παίρνουν το αφεντικό μου στρατιώτη και σταματώ πια να δουλεύω. Μετά έρχεται η Κατοχή, επιστρέφει αυτός από το μέτωπο, ανοίγει πάλι το μαγαζί αλλά δεν πήγαιναν καλά οι δουλειές και σταμάτησα να δουλεύω πια εκεί. Η μητέρα μου η καημένη για να βοηθήσει τον πατέρα μου ήταν αναγκασμένη να δουλεύει σε διάφορα πλούσια σπίτια, μπουγάδες να βάζει, να κάνει παρκέτα, να καθαρίζει και ευτυχώς, είχαμε τη τύχη να γνωρίσουμε μια πολύ καλή οικογένεια, όπου μόλις τελείωσα εγώ να δουλεύω στο ραφτάδικο, η κυρία Ζάννου -ο Θεός να της δίνει χρόνια αυτής της γυναίκας, είχε και τρία παιδιά- με πήρε στο σπίτι της. Γιατί αρχίζει η Κατοχή, όπως είπαμε, πείνα τρομερή, πεθαίνει ο πατέρας μου το ’41 από πείνα και με παίρνει στο σπίτι να τρώγω ένα πιάτο φαΐ για να μην πεθάνω κι εγώ και βεβαίως να βοηθάω μέσα στο σπίτι.
Ενώ εγώ δούλευα και ή σκούπιζα ή ξεσκόνιζα ή έστρωνα τα κρεβάτια, τραγουδούσα κι έψελνα, γιατί η αγάπη μου ήταν αυτού του είδους η μουσική. Με άκουγε λοιπόν η κυρία Ζάννου που τραγουδούσα -θυμάμαι έβλεπα στον ύπνο μου ότι είμαι στο ψαλτήρι και ψέλνω- και, άλλη τύχη αγαθή, είχε γαμπρό τον κύριο Ανδρέα Βουρλούμη, τον ζωγράφο που είχε μεγάλη φιλία με τον Σίμωνα τον Καρά. Κι εδώ είναι ένας σταθμός στη ζωή μου. Του λέει η κυρία Ζάννου, «βρε Αντρέα μου αυτό το παιδί κοιμάται, σηκώνεται, δουλεύει και τραγουδάει και ψέλνει» - ήξερε ότι ο Καράς είχε τον Σύλλογο και τη χορωδία - «να το πάμε το παιδί αυτό εκεί πέρα». Όπου ο κύριος Βουρλούμης με παίρνει ένα απόγευμα, εγώ πια ήμουνα 13 χρονών, και με πάει στον Καρά, στην οδό Λέκκα 26 ήταν το σχολείο του. Μ’ ακούει ο Καράς, με βάζει να του τραγουδήσω κάτι και μου λέει «αύριο κιόλας θα 'ρθεις και θα αρχίσουμε βυζαντινή μουσική». Δεν άφησε να περάσει ούτε μια μέρα από την ώρα που μ’ άκουσε. Εγώ να πετώ στον ουρανό από τη χαρά μου και την επόμενη πάω στον Καρά και μου αρχίζει ο άνθρωπος νι πα βου γα δι κε ζο νι, αυτές είναι οι νότες της βυζαντινής μουσικής. Εγώ δεν είχα ιδέα! Πού να ξέρω από βυζαντινή μουσική, σαν να μου μίλαγε άλλη γλώσσα. Μου λέει λοιπόν ο Καράς, «παιδί μου δεν σε φτάνουν τα γράμματα του δημοτικού σχολείου που έκανες, θα πρέπει να πας τώρα και γυμνάσιο». Κεραμίδα! να πάω στο σχολειό, δεν μου άρεσε. «Θα πας σχολείο, μου λέει, χωρίς γράμματα δεν μπορείς να μάθεις μουσική». Έτσι λοιπόν το πρωί δούλευα, το απόγευμα πήγαινα στον Καρά και μάθαινα μουσική και το βράδυ πήγαινα νυκτερινό γυμνάσιο. Καταλαβαίνετε λοιπόν τι ζωή έκανα, αλλά δεν μετανιώνω για τίποτα από όλα αυτά.
Αυτό το πράγμα εξακολούθησε χρόνια, δουλειά, μουσική και σχολείο. Κοντά στον Καρά δεν έμαθα μόνον βυζαντινή μουσική και νότες. Έμαθα πάρα πολλά πράγματα. Από δημοτικό τραγούδι, παρόλο που τραγουδούσα σαν παιδάκι, δεν ήξερα τι είναι. Ο Καράς με μύησε στο τι είναι το δημοτικό τραγούδι, τα είδη του δημοτικού τραγουδιού... Αυτά που λέω τώρα γίνονται την Κατοχή, Γερμανοί βεβαίως στην Ελλάδα, ο ραδιοφωνικός σταθμός ήταν στα χέρια των Γερμανών, παρόλα αυτά ο Καράς έκανε με τη χορωδία εκπομπές στο ραδιόφωνο. Μπαίναμε στο στούντιο, μόλις άναβε το κόκκινο φωτάκι η εκπομπή έβγαινε στον αέρα, λάθος κάναμε, λάθος δεν κάναμε ήμαστε έτοιμοι να περάσει στον αέρα. Πέρασε η Κατοχή, πάντα δουλεύοντας, είχα μια αδερφή, χάνω την αδερφή μου το ’44, λίγο πριν γίνει η απελευθέρωση. Γίνεται η απελευθέρωση μένουμε πια η μητέρα μου κι εγώ. Γίνεται ο εμφύλιος και θυμάμαι παραμονή Χριστουγέννων του ’44 καίγεται η παράγκα, έπεσε κάποιος όλμος, δεν ξέρω πώς έγινε ακριβώς και καίγεται όλη η γειτονιά, έγινε στάχτη. Έτσι μένουμε η μητέρα μου κι εγώ χωρίς ούτε ένα κεραμίδι. Μέχρι τότε είχαμε την παράγκα, από τότε και μετά ούτε αυτή δεν είχαμε και αναγκαζόμαστε να μένουμε σ’ ένα σπίτι από δω, σ’ άλλο σπίτι από κει. Καταφέρνω πάλι με τη βοήθεια της κυρίας Ζάννου το ’47 να πάρω από το Υπουργείο Προνοίας αυτό το οικόπεδο στη Νέα Σμύρνη, εδώ που μένω τώρα, και σιγά-σιγά με τη μητέρα μου καταφέραμε και κάναμε ένα δωματιάκι και μια κουζίνα.
Τα χρόνια περνούν και το ’54 μπαίνω στο τότε ΕΙΡ, υπάλληλος στο Τμήμα Εθνικής Μουσικής, όπου προϊστάμενος ήταν ο Καράς, ο δάσκαλός μου, που με τη βοήθειά του βεβαίως μπήκα και άρχισα να εργάζομαι κάνοντας προγράμματα από δίσκους ή από ταινίες. Η υπηρεσία μου στο ραδιόφωνο ήταν μία άλλη εμπειρία γιατί έρχομαι σιγά σιγά σε επαφή με τα διάφορα τοπικά μουσικά λαϊκά συγκροτήματα. Τότε γνωρίζω τον Χρόνη τον Αηδονίδη που είχε έρθει από τη Θράκη, τον Κώστα τον Μουντάκη, τον Αντώνη τον Περιστέρη, τον Τάσο τον Χαλκιά, την Κονιτοπούλου την Ειρήνη, που ήταν ένα κοριτσάκι ανύπαντρο όταν ήρθε από τη Νάξο με τον πατέρα της που έπαιζε βιολί και που το παρατσούκλι του ήτανε Μωρό, ήτανε κι ο Γιώργος ο αδερφός της. Έρχομαι λοιπόν σε επαφή με τους μουσικούς και με τη μουσική της κάθε περιοχής μας. Στο ραδιόφωνο είχα επίσης και μια άλλη δουλειά. Υπήρχε μία επιτροπή με πρόεδρο τον Καρά όπου ελέγχαμε τους δίσκους που μας έστελνε η κάθε εταιρεία. Είχαν αρχίσει τότε να βγαίνουν τα μικρά τα δισκάκια, τα σαρανταπεντάρια, κι αν μας έστελναν ας πούμε δέκα δισκάκια, ζήτημα αν εγκρίναμε από το ένα δισκάκι τη μία όψη, γιατί τα άλλα ήταν όλα ψευτοτράγουδα, τα δήθεν σύγχρονα δημοτικά τραγούδια. Έπρεπε δηλαδή να είναι η ορχήστρα η σωστή, ο σκοπός ο σωστός, τα λόγια τα σωστά, η εκτέλεση του τραγουδιστή να είναι σωστή. Εγώ κρατούσα τα πρακτικά της επιτροπής. Έβλεπα λοιπόν την κακοποίηση που γινόταν εις βάρος του δημοτικού τραγουδιού, αγανακτούσα και αποφάσισα κάποτε να συνεργαστώ με τον κύριο Πατσιφά, που είχε την Fidelity – Philips, τα γραφεία ήτανε στο Μετοχικό Ταμείο, όπου άρχιζε να ανεβαίνει η Νάνα Μούσχουρη κι ο Χατζηδάκις βεβαίως. Συνεργάστηκα με τον κύριο Πατσιφά, έκανα επιμέλεια στους δίσκους. Εύρισκα συγκροτήματα γνήσια και κάναμε δίσκους. Επίσης στο ραδιόφωνο εκτός από τα προγράμματα που έκανα με δίσκους και ταινίες, έκανα μουσική επιμέλεια σε διάφορες λαογραφικού περιεχομένου εκπομπές ή σε θεατρικές εκπομπές ή και για να συμπληρώσω τον μισθό που έπαιρνα που ήταν πολύ λίγος, με καλούσαν και έβαζα μουσική σε ταινίες φουστανέλας.
Παρόλο που εργάζομαι στο ΕΙΡ, εξακολουθώ να είμαι από το ’41 μέχρι και το ’61 στο σύλλογο του Σίμωνα Καρά και να ανήκω στη χορωδία του. Από το ’61 και μετά σταμάτησα να πηγαίνω. Έβλεπα ότι γίνεται αυτή η παραποίηση σε βάρος του δημοτικού τραγουδιού και ενώ η πρώτη μου αντίδραση ήταν να βοηθήσω και να γίνουν δίσκοι με γνήσια δημοτικά τραγούδια, παράλληλα αποφασίζω να αγοράσω με τρομερή οικονομία το πρώτο μου μαγνητόφωνο Uher, και αρχίζω πια, γύρω στο ’62, στο ’63 τα καλοκαίρια που έπαιρνα την άδειά μου από την υπηρεσία μου να πηγαίνω στην επαρχία και να μαζεύω μουσικό υλικό. Έτσι έχω πάει στην Κρήτη, στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στην Πελοπόννησο και εξακολουθώ να μαζεύω το υλικό. Ώσπου πια το ’71 ένας άλλος σταθμός στη ζωή μου είναι η γνωριμία μου με τον Διονύση Σαββόπουλο που με καλεί να τραγουδήσω στο Ροντέο. Πρέπει να πω ότι μέχρι τότε ούτε καν είχε περάσει από το μυαλό μου η ιδέα να τραγουδήσω μπροστά σε κοινό. Ό,τι έκανα μέχρι τότε το έκανα από καθαρή αγάπη προς το δημοτικό τραγούδι. Ποτέ δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι μπορεί να τραγουδήσω. Όταν λοιπόν για πρώτη φορά με κάλεσε ο Διονύσης να τραγουδήσω, εγώ δεν τολμούσα να πάω γιατί εκεί πήγαιναν όλοι οι φοιτητές και ήξερα ότι η νεολαία δεν ενδιαφέρεται για το δημοτικό τραγούδι. Μια παρένθεση: Στα τραγούδια που έβγαλα κατά καιρούς σε δίσκους πρώτη φορά νομίζω, η Ξαστεριά, αυτό το τραγούδι που έγινε μετά ο ύμνος των νέων και των φοιτητών, το είχα βγάλει σε δίσκο με τον συχωρεμένο τον Μανώλη τον Περράκη λύρα και μια χορωδία ανδρών. Αυτό θα ήτανε γύρω στο ’60 με ’61. Και ένα άλλο τραγούδι που έγινε επίσης μεγάλη επιτυχία ήταν το Ντιρλαντά με τον Παντελή τον Γκινή, τον καπετάνιο από την Κάλυμνο. Το είχα ακούσει σε μια ταινία που μας είχε έρθει από την Κάλυμνο να κάνω μουσική επιμέλεια σε μια εκπομπή, άκουσα αυτό το τραγούδι και ένα άλλο, το Αγάντα γιαλέσα, μου αρέσανε πολύ και όταν έμαθα ότι ήρθε στην Αθήνα ο καπετάν Παντελής τον πλησίασα και του είπα να τα βγάλουμε αυτά σε δίσκο. Και βέβαια δέχτηκε και έγινε μετά όλη αυτή η φασαρία.
Όπως είπα πριν, εγώ δεν είχα σκοπό να τραγουδήσω αλλά μου ζήτησε ο Διονύσης να πάω στο Ροντέο. Στην αρχή δείλιαζα, φοβόμουνα να πάω, πώς θα με αντιμετωπίσουν τα νέα παιδιά, ήξερα πως δεν θέλουνε να ακούσουν δημοτικό τραγούδι. Ο Διονύσης σαν ξύπνιος που είναι, κατάλαβε ότι είναι ευκαιρία, το ’71, χούντα, αλλά τελικά με έπεισε να πάω. Θυμάμαι κλαρίνο είχα τον Τάσο τον Χαλκιά, σαντούρι τον Αριστείδη τον Μόσχο, φλογέρα τον Αριστείδη τον Βασιλάρη, κανονάκι τον Νίκο τον Στεφανίδη, τουμπελέκι τον Μαθιό τον Μπαλαμπάνη, τραγούδι είχα τον Χρόνη τον Αηδονίδη. Και τελικά αποτολμούμε και πάμε ένα βράδι να τραγουδήσουμε στο Ροντέο. Για να καθηλώσω το κοινό έβαλα τον Χαλκιά να παίξει ηπειρώτικο μοιρολόι και μετά τραγούδησα εγώ ένα άλλο τραγούδι ακριτικό, τον Κωσταντά. Αυτό είναι παλιό τραγούδι και λέγεται ότι αναφέρεται στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Μετά από αυτά τα τραγούδια το κοινό ξέσπασε και πήγε η καρδιά μου στη θέση της. Ξαναπήγαμε την άλλη βδομάδα, πήγαμε τρεις φορές και τραγουδήσαμε αλλά σταματήσαμε γιατί έπρεπε να φύγω τότε και να πάω στο Λονδίνο, αν είναι δυνατόν! Παράλληλα με το Ροντέο ήταν εδώ η κυρία Λίνα Λαλάντη, η οποία έχει ιδρύσει το Αγγλικό Φεστιβάλ Μπαχ στο Λονδίνο. Είχε έρθει λοιπόν εδώ, κάλεσε τον Καρά να λάβει μέρος, δεν ήθελε εκείνος, γιατί τότε θυμάμαι ήταν τα εκατόν πενήντα χρόνια που γιορτάζονταν η Ελληνική Επανάσταση του ’21. Δεν μπορούσε να πάει ο Καράς και απευθύνθηκε σε μένα η κυρία Λαλάντη. Μου λέει, «να ρθεις στο Λονδίνο να τραγουδήσεις ηρωϊκά τραγούδια». Εγώ στο Λονδίνο, από πού κι ως πού; Φοβόμουνα να πάω, ντρεπόμουνα. Μ’ έπεισε λοιπόν και κείνη, φτιάχνω ένα συγκρότημα και πάμε τον Απρίλιο στο Λονδίνο. Όπου ήτανε κι αυτό μια αρχή, διότι τον επόμενο χρόνο ξανακαλεί η κυρία Λαλάντη να πάμε στο Λονδίνο με μεγαλύτερο συγκρότημα κι από τότε πήγα τέσσερις πέντε φορές στο Φεστιβάλ Μπαχ. Έτσι λοιπόν ήταν η πρώτη φορά που τραγουδώ μπροστά σε κοινό με τον Διονύση Σαββόπουλο στο Ροντέο. Οι νέοι λοιπόν, οι φοιτητές ακούσαν το δημοτικό τραγούδι, άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι κάτι γίνεται, μέχρι τότε δεν είχαν ιδέα τι θα πει δημοτικό τραγούδι. Και από τότε όταν έκαναν στο Πανεπιστήμιο διάφορες εκδηλώσεις με καλούσαν να τραγουδήσω και δειλά δειλά τα παιδιά σηκωνόντουσαν να χορέψουν, άλλος από την Πελοπόννησο, άλλος από τη Θεσσαλία, άλλος από τη Μακεδονία, άλλος από την Κρήτη. Περνούσε λοιπόν η ντροπή που είχαν για το δημοτικό τραγούδι.
Παράλληλα αρχίζω να συνεργάζομαι με την Columbia και βγάζω τον δίσκο Έχε γεια Παναγιά. Το '73 με '74 συνεργάζομαι με τον συχωρεμένο τον Ξυλούρη στην Πλάκα, στο μαγαζί «Ρίζες». Μετά την Παναγιά βγάζω τον δίσκο με τα Κάλαντα, μετά το Σουραύλι, που είναι δίσκος μόνο με μουσική με κύριο όργανο τη φλογέρα. Άλλος δίσκος είναι Στης πικροδάφνης τον ανθό, όλα αυτά βγαίνουνε με την Columbia. To '76 με '77 έχω μια πρόταση από την ΕΡΤ να κάνω την εκπομπή «Μουσικό οδοιπορικό», όπου με τους δυο στενούς μου συνεργάτες, τον Φώτο τον Λαμπρινό και τον Ανδρέα τον Θωμόπουλο σαν σκηνοθέτες, κάναμε είκοσι κομμάτια 45λεπτα. Η ιδέα ήτανε να πάω στην επαρχία και να ξεθάψω αυτό που υπήρχε και εδώ στις πόλεις δεν το ξέραμε. Έτσι βρήκαμε μουσικούς, βρήκαμε τραγουδιστές, βρήκαμε χορευτές και παίρναμε τους ανθρώπους στο φυσικό τους περιβάλλον, με τις ασχολίες τους, με τις δουλειές τους, με τα σπίτια τους. Νομίζω ότι ήτανε μια πολύ καλή δουλειά που πια ίσως δεν μπορώ να την ξανακάνω, και έχει μείνει στο αρχείο της ΕΡΤ.
Παράλληλα έχω και διάφορες προσκλήσεις στο εξωτερικό. Με καλούν να πάω στη Σουηδία το '78, γίνεται ένας ελληνικός μήνας και με καλούν να λάβω μέρος εκεί. Με καλούν στη Γερμανία, με καλούν στη Γαλλία, πηγαίνω στην Ελβετία, με καλούν να δώσω προγράμματα ελληνικής δημοτικής μουσικής και πρέπει να πω ότι οι ξένοι εκτιμούν την ελληνική δημοτική μουσική. Θυμάμαι μια κριτική που είχε γραφτεί για ένα πρόγραμμα που είχα δώσει στη Σουηδία, είχαν γραφτεί πολλές κριτικές, αλλά μία χαρακτηριστικά έλεγε «Ελληνική μουσική δίχως μπουζούκι», διότι οι ξένοι έχουν την εντύπωση ότι ελληνική μουσική ίσον μπουζούκι. Πού να ξέρουν οι άνθρωποι, ποιος τους έδειξε ποτέ ότι έχουμε το κλαρίνο, φλογέρες, λύρες, κανονάκι, ούτι, γκάϊντα, πίπιζα, ζουρνά, δεν τά ’χαν ακούσει αυτά ποτέ. Λοιπόν τους έκανε μεγάλη εντύπωση όταν πήγα εγώ εκεί με το συγκρότημά μου, με όλα αυτά τα όργανα, με φλογέρες, κλαρίνα, βιολιά, λαούτα, τουμπελέκια, ούτι, σαντούρι, και τα χάσανε οι άνθρωποι. Και πρέπει να πω ότι κάθε φορά που έχω δώσει συναυλία στο εξωτερικό, οι άνθρωποι κάθονται με ευλάβεια και παρακολουθούν το πρόγραμμα. Επίσης εδώ στην Ελλάδα έχω δώσει πάρα πολλές συναυλίες με το συγκρότημα μου, με καλούν διάφοροι δήμοι, κοινότητες, σύλλογοι τοπικοί και τους λέμε τραγούδια από διάφορες περιοχές.
Τη δεύτερη φορά που με κάλεσε το σουηδικό κράτος να δώσω παραστάσεις, μου πρότειναν να ηχογραφήσω υλικό για να μου βγάλουν ένα δίσκο και πραγματικά, κυκλοφόρησε αυτός ο δίσκος μ’ ένα πάρα πολύ ωραίο ένθετο 24σέλιδο, τους είχα στείλει από δω φωτογραφικό υλικό και βγάλαμε αυτόν τον δίσκο που λέγεται Ξενιτεμένο μου πουλί. Άλλος δίσκος που έχω βγάλει στο εξωτερικό είναι με μια εταιρεία Le Chant du monde σε μια σειρά Ethnologie vivante. Στη Γαλλία επίσης ο ραδιοφωνικός σταθμός του Παρισιού έβγαλε έναν δίσκο με τραγούδια Ακριτικά, δηλαδή πάρα πολύ παλιά τραγούδια. Επίσης ο δίσκος με Πολυφωνικά τραγούδια πάλι από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού. Οι άλλοι δίσκοι είναι εδώ στην Ελλάδα που έχω βγάλει με την Columbia και με τη Lyra. Τελευταίος μου δίσκος είναι αυτός με τα Μικρασιάτικα, αλλά αυτόν τον δίσκο δεν τον έβγαλα με καμία εταιρεία, τον έβγαλε ο Σύλλογός μου. Εδώ και τέσσερα χρόνια δημιούργησα ένα σύλλογο και σκοπό έχει να προωθήσει το δημοτικό τραγούδι. Ζήτησα από το Υπουργείο Πολιτισμού επιχορήγηση για να τον κυκλοφορήσω, μου έδωσαν ένα μικρό ποσό αλλά ο δίσκος κόστισε πολύ περισσότερα, τα άλλα τα έβαλε ο Σύλλογός μου. Αυτός λοιπόν είναι ο πρώτος δίσκος που βγάζει και θα ακολουθήσουν και άλλοι.
Όπως είχα πει και πριν έχω πάει πολλές φορές στο εξωτερικό, έχω πάει όπως είπα Γαλλία, Σουηδία, Φινλανδία, Γερμανία, το '83 πήγα δυο φορές Αμερική, Καναδά και το '84 πήγα στη Αυστραλία, νομίζω πια πως πιο μακριά δεν μπορώ να πάω. Εκεί, στην Αυστραλία με κάλεσε ο σύλλογος Ελλήνων όπου κάνουν ένα φεστιβάλ κάθε χρόνο και με τη βοήθεια του Υπουργείου Πολιτισμού που μας πλήρωσε τα εισιτήρια και την αμοιβή, πήγαμε και δώσαμε συναυλίες σε τρεις πόλεις, Μελβούρνη, Αδελαϊδα και Σύδνεϋ.
Όπως είχα πει, εγώ δεν είχα σκεφτεί να τραγουδήσω. Ξεκίνησα από το '71 από τον Διονύση Σαββόπουλο και ο μόνος μου στόχος και σκοπός ήτανε όσο μπορώ να διαδώσω, αν θέλεις, το δημοτικό τραγούδι, γιατί το δημοτικό τραγούδι είναι πολύ μεγάλη υπόθεση. Μέσα από αυτό μπορεί κανείς να δει την πορεία του ελληνικού λαού. Έχουμε τραγούδια ακριτικά που είναι τα πιο παλιά δημοτικά τραγούδια, δηλαδή τραγούδια του ακριτικού κύκλου, του 900, του 1000, του 1100 μ.Χ. και ακόμα τα τραγούδια αυτά υπάρχουν στο στόμα του ελληνικού λαού. Ας πούμε, υπάρχει ένα τραγούδι συγκεκριμένα, που το έχει και ο Νικόλαος Πολίτης στις συλλογές του, από την Κάρπαθο, που μου το τραγούδησε ο Μανώλης ο Φιλιππάκης, ένα νέο παιδί, φίλος μου, το Άρκοντες τρων και πίνουσι και μιλάει για τον στρατηγό τον Ανδρόνικο του Βυζαντίου. Έχουμε πάρα πολλά ποντιακά. Οι Πόντιοι έχουν πάρα πολλά ακριτικά, έχουμε κυπριακά. Τα πιο παλιά λοιπόν είναι αυτά και προχωρούμε και έχουμε τις Παραλογές, το Γεφύρι της Αρτας, να πούμε ή Του νεκρού αδελφού. Μετά έχουμε ιστορικά τραγούδια, προχωρούμε έχουμε τα ηρωϊκά μας τραγούδια και βεβαίως έχουμε τα τραγούδια τα κοινωνικά, δηλαδή τραγούδια του γάμου, της ξενιτιάς, τα κάλαντα, τραγούδια της αγάπης, τραγούδια που μιλάνε για τον ήλιο, για τα άστρα, για τα λουλούδια, έχουμε τα αποκριάτικα σκωπτικά τραγούδια, τα μοιρολόγια, νανουρίσματα, έχουμε μεγάλο πλούτο δημοτικών τραγουδιών. Και βέβαια η κάθε περιοχή έχει τα δικά της τραγούδια, τους δικούς της ρυθμούς και σκοπούς, τα δικά της μουσικά όργανα. Ας πούμε, όταν λέμε Κρήτη, εννοούμε λύρα κρητική και όταν λέμε Μακεδονία, εννοούμε ζουρνάδες.
Μερικοί με λένε λαογράφο. Εγώ δεν έχω καμια σχέση με τη λαογραφία, δηλαδή δεν έχω μελετήσει, εγώ απλώς ασχολούμαι με τη συλλογή και με την ερμηνεία του δημοτικού τραγουδιού κι αυτό, όπως έχω πει, καθαρά από μεγάλη αγάπη. Βέβαια θα μου πείτε και ποια είσαι συ που τραγουδάς και ηπειρώτικα και μακεδονικά και θρακικά και κρητικά και πελοποννησιακά και νησιώτικα. Εγώ είμαι Μικρασιάτισσα βεβαίως, αλλά από μεγάλο σεβασμό, μεγάλη αγάπη, από γνώση και πείρα προσπαθώ όσο μπορώ να αποδώσω πιστά τα τραγούδια αυτών των περιοχών, τα σέβομαι δηλαδή, ενώ υπάρχουν οι ίδιοι οι ντόπιοι τραγουδιστές αυτών των περιοχών που τα χαλάνε και τα παραποιούνε οι ίδιοι. Δεν θέλω προς θεού να παρουσιάσω τον εαυτό μου σωτήρα του δημοτικού τραγουδιού. Υπάρχουνε συλλογές πολλές. Υπάρχει το Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας, που έχει μια τεράστια συλλογή τραγουδιών, υπάρχει βεβαίως ο δάσκαλός μου ο Σίμωνας Καράς, που κι αυτός έχει μια τεράστια συλλογή. Υπάρχει το Πελοποννησιακό Ίδρυμα, που το έχει ιδρύσει αυτή η γυναίκα η σοβαρή και αξιόλογη, η Νανά η Παπαντωνίου. Υπάρχει το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών της Μέλπως Μερλιέ που το διευθύνει ο φίλος μου ο μουσικολόγος ο Μάρκος Δραγούμης, κι αυτοί έχουν βεβαίως μια τεράστια συλλογή. Η διαφορά με μένα είναι ότι εγώ δεν έχω τόσο μεγάλη συλλογή όσο βέβαια όλοι αυτοί, αλλά ότι εγώ τραγουδώ παράλληλα κι έτσι έχω γίνει αν θέλεις περισσότερο γνωστή στο κοινό.
Τώρα εδώ συμβαίνουν διάφορα πράγματα. Παλιότερα η επαρχία τροφοδοτούσε την Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις, τώρα έχουν αντιστραφεί οι όροι. Οι πόλεις οι μεγάλες και κυρίως η Αθήνα τροφοδοτούν την επαρχία. Γι' αυτό υπάρχει αυτό το φαινόμενο σήμερα, φεύγουμε εμείς από την Αθήνα και πάμε και δίνουμε συναυλίες στη επαρχία. Τρελά πράγματα! Παλιά οι άνθρωποι είχαν τα πανηγύρια τους, τους μουσικούς τους, κάνανε τους γάμους τους, τα γλέντια τους και περιμένανε όλο το χρόνο να 'ρθει η μέρα του πανηγυριού του χωριού για να βάλουνε τα καλά τους, για να χορέψουνε. Ε, τώρα αυτά τα πράγματα δεν υπάρχουνε. Τα πανηγύρια ίσως γίνονται ακόμα, αλλά ποιοι πάνε εκεί; Φεύγουν από δω πάλι οι μουσικοί οι οποίοι ήρθαν από την επαρχία, εγκατασταθήκανε στην Αθήνα και φεύγουν τώρα από την Αθήνα και πάνε στην επαρχία να παίξουν και να παίξουν τι; Παίζουνε τα παλιά τα καλά τα τραγούδια παραποιημένα όμως ή παίζουν αυτά τα ψευτοδημοτικά, το Τιπιτάει και το Παντρεμένοι κι οι δυο και το Μωρό το μωρό. Αυτό είναι ένα φαινόμενο σημερινό, δηλαδή αν δεν ήτανε αυτή η κατάσταση ίσως δεν χρειαζότανε να είμαστε κι εμεις που κάνουμε συλλογή τραγουδιών ή που πηγαίνουμε και τραγουδάμε. Δηλαδή εγώ αν ζούσα σε μια άλλη εποχή, παλιά και ήμουνα στο χωριό της μάνας μου στη Μικρά Ασία, ίσως επειδή μου αρέσει το τραγούδι θα τραγουδούσα στο χωριό, αλλά έτσι όπως τραγουδάνε όλοι μαζί στους γάμους, ας πούμε, δεν θα χρειαζότανε να πάω με το συγκρότημά μου να δώσω συναυλίες. Αυτοί οι οργανοπαίκτες οι λαϊκοί που έχουμε σήμερα, οι οποίοι οι ίδιοι χαλάνε το δημοτικό τραγούδι και πάνε στην επαρχία κι έχουνε συνθεσάιζερ, ντραμς, αντικαταστήσανε το νταούλι, το τουμπελέκι και το ντέφι με ντραμς, γιατί είναι, λέει, καλύτερα, το φτιάχνουν το δημοτικό τραγούδι, ήτανε χαλασμένο πριν και τώρα αυτοί το φτιάχνουν...Λοιπόν εκτός ότι κάνουν κακό στα πανηγύρια, κάνουν κακό και στα μαγαζιά που παίζουν στις μεγάλες πόλεις. Πάει κανείς εδώ στην Ομόνοια, που υπάρχουν διάφορα μαγαζιά και τι να πάει ν’ ακούσει; Τις ίδιες σαχλαμάρες που ακούει και στα πανηγύρια. Και δεν φτάνει αυτό, μέχρι τώρα οι διάφοροι τραγουδιστές και συνθέτες είχανε πέσει πάνω στο πτώμα του ρεμπέτικου τραγουδιού και δημιουργούσανε πάνω σ’ αυτό. Ακούω δυστυχώς τώρα τελευταία ότι βάζουν χέρι σιγά σιγά και στο πτώμα του δημοτικού τραγουδιού και μαθαίνω ότι διάφοροι επώνυμοι τραγουδιστές θ’ αρχίσουν, λέει, να τραγουδάνε τραγούδια της Θράκης, της Μακεδονίας και ποιος ξέρει τι άλλο θ’ ακούσουμε.
Από πολλά χρόνια έχω πει ότι θα έπρεπε το κράτος να αναλάβει τη φροντίδα για τη διατήρηση του δημοτικού τραγουδιού και υπάρχουνε βέβαια πολλοί τρόποι. Ένας τρόπος είναι να μαθαίνουν τα παιδάκια από το νηπιαγωγείο δημοτικό τραγούδι, αφού δεν έχουν την ευκαιρία ν’ ακούσουν, πού να τ’ ακούσουν; Μέσα στην πολυκατοικία που μένουν; Δεν ζουν πια στο χωριό για ν' ακούν απ’ τη γιαγιά, από τη θεία, από τον γείτονα, απ’ τον παππού. Οι εκπομπές που γίνονται στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση είναι πάρα πολύ λίγες. Ένας τρόπος λοιπόν ν’ ακούσει το παιδάκι, να μάθει δημοτικό τραγούδι είναι το νηπιαγωγείο. Άλλος τρόπος είναι βεβαίως να πυκνωθούν οι εκπομπές στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, εκεί που ακούμε συνεχώς ξενόφερτη μουσική, αμερικάνικη, γαλλική, ιταλική, ας μπουν περισσότερες εκπομπές με ελληνικό τραγούδι. Και δεν είναι ανάγκη δημοτικό στο κάτω κάτω. Ας είναι άλλο είδος, αλλά ελληνικό τραγούδι. Έχει κανείς την αίσθηση όταν ανοίγει να ακούσει ραδιόφωνο ότι βρίσκεται σε ξένο μέρος, σαν να είμαστε αμερικάνικη παροικία. Άλλος τρόπος βέβαια είναι να ανοίξει ορισμένες σχολές για να μάθουνε οι νέοι μουσικά λαϊκά όργανα ή να βοηθήσει ιδιωτικές προσπάθειες. Ας πούμε, βλέπω ότι στην Κρήτη υπάρχει ο Μουντάκης που έχει ανοίξει κάποια ωδεία και μαθαίνει στα παιδάκια λύρα κρητική. Γιατί να μην γίνεται κι εδώ ή σε άλλα μέρη της Ελλάδας.
Μέχρι τώρα έχω δουλέψει πάρα πολύ πάνω στο δημοτικό τραγούδι, θα έλεγα ότι ίσως είναι έργο ζωής, γιατί είμαι πια πενήντα επτά χρονών. Παρόλα αυτά όσο αντέχω και όσο μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου θέλω ακόμα να δουλέψω πάνω στο δημοτικό τραγούδι, όταν έχω χρόνο να κάνω πάλι συλλογή, να πάω να μαζέψω υλικό και ο σκοπός μου είναι να βγάλω δίσκους γιατί οι δίσκοι μένουν. Μια μέρα θα φύγω εγώ, θα φύγουν οι συνεργάτες μου, αλλά οι δίσκοι μένουν. Και αν μου δοθεί ευκαιρία να κάνω ακόμα μερικές εκπομπές στην τηλεόραση, που κι αυτές οι εκπομπές μένουν, και κάποια μέρα οι νέοι θα βλέπουν και θα ακούν το δημοτικό τραγούδι, και θα λένε "να, έτσι ήταν κάποτε".