- Η ζωή της
- Το έργο της
-
Ο Σύλλογος
- Ο Σύλλογος
- Περιεχόμενα
-
Της Τριανταφυλλιάς τα Φύλλα
6 & 7 Απριλίου 2024, Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων
6 & 7 Απριλίου 2024, Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων
- Η Xορωδία
- Επικοινωνία
- Ενημέρωση
Βρίσκεστε στο: Κεντρική σελίδα Το έργο της Δημοσιεύματα και συνεντεύξεις Άμμος της θάλασσας είναι τα τραγούδια μας...
Άμμος της θάλασσας είναι τα τραγούδια μας...
Συνέντευξη, Πόλυ Κρημνιώτη, Εφημερίδα, Η Αυγή, 25/10/1998
Κείμενο
Όταν ο άνθρωπος αγαπά τη ζωή και την χαίρεται, το δείχνουν τα μάτια του. Και τα μάτια της Δόμνας Σαμίου εκπέμπουν λάμψη ζωής όχι μόνο καθώς τραγουδά αλλά και όταν απέναντι σου στέκεται και σου μιλά. Μη νομίζετε, κι εκεί τραγουδά.
Καθώς προετοίμαζε τη συναυλία που της αφιερώνει το Μέγαρο Μουσικής τη συναντήσαμε. Αυτή η βραδιά της επόμενης Πέμπτης έγινε αφορμή για την κουβέντα μας. Βλέπετε, τούτη τη φορά θα ακούσουμε από κείνη πράγματα που δεν μας έχει συνηθίσει. Θα την ακούσουμε να ψάλλει για πρώτη φορά, θα ακούσουμε να λέει και ρεμπέτικα. Και θα χει στη συντροφιά της φίλους εκλεκτούς. Τον Λυκούργο Αγγελόπουλο που μαθήτευσαν πλάι στον ίδιο δάσκαλο, τον Διονύση Σαββόπουλο που την έβγαλε για πρώτη φορά στη σκηνή, την Ελευθερία Αρβανιτάκη την οποία παρακολουθεί από τα πρώτα της βήματα και εκτιμά ιδιαίτερα. Ναι, θα είναι η «Γνωστή και η άγνωστη Δόμνα» αυτή τη βραδιά, που θα γιορτάσει μαζί με το κοινό τα 70 της χρόνια. Γιατί η Δόμνα Σαμίου τα χρόνια της δεν τα κρύβει. Ούτε φοβάται να γυρίσει τον χρόνο πίσω και να θυμηθεί. Έτσι μαζί μας εδώ ξετυλίγει τις μνήμες της, πάει πίσω στα παιδικά της χρόνια στην Καισαριανή, αφήνει την αγάπη της για το τραγούδι να φανεί στις κουβέντες της, μιλά για τους ανθρώπους που σημάδεψαν τη ζωή της και κυρίως για τον «δάσκαλο», όπως πάντα τον αποκαλεί.
Πρώτος σταθμός της ζωής μου ήταν και παραμένει η γνωριμία και η μαθητεία μου με τον δάσκαλο μου Σίμωνα Καρρά. Τον γνώρισα το '41-42, όταν ήμουν 14 χρονών κι έμεινα κοντά του 20 χρόνια.
Πώς τον θυμάστε;
Με αγάπη και ευγνωμοσύνη. Ο δάσκαλος μου ήταν πάρα πολύ αυστηρός και συγχρόνως πολύ τρυφερός. Θα τον παρομοίαζα με εκείνα τα όστρακα που απ' έξω έχουν μια όψη άγρια και τραχιά κι όταν τα ανοίξεις βλέπεις πόσο λεία, λευκά και καθαρά είναι. Δεν θα ξεχάσω που πήγα στη χορωδία του μικρό παιδί, αλλά πολύ φτωχό, και ενώ τα άλλα παιδιά δίνανε ένα συμβολικό ποσό, από μένα δεν έπαιρνε τίποτα. Μεγάλη καρδιά. Μας είχε όλους σαν παιδιά του, είχε υπομονή μαζί μας, αλλά ήταν και τελειομανής. Κοντά του δεν έμαθα μόνο βυζαντινή μουσική και τα τραγούδια του τόπου μας. Με δίδαξε, κυρίως, μια ολόκληρη στάση ζωής. Έμαθα πλάι του πώς να αντιμετωπίζω τα πράγματαμε συνέπεια και ήθος.
Ήταν και το πρότυπό σας...
Σε πολλά πράγματα. Αφού και τώρα ακόμα, πολλές φορές βλέπω τον εαυτό μου να αντιδρά όπως ο δάσκαλός μου. Τον μιμούμαι ενστικτωδώς.
Νιώθετε πια ότι έχετε κατακτήσει κάποιους από τους δρόμους που εκείνος άνοιξε;
Απλά ακολούθησα τα χνάρια του στο δημοτικό τραγούδι. Όπως ο Λυκούργος Αγγελόπουλος, μαθητής του επίσης, έκανε στη βυζαντινή μουσική, γι' αυτό ήθελα να είναι ο Λυκούργος μαζί μου στη συναυλία.
Άλλοι σταθμοί στη μακρά διαδρομή σας;
Ο Διονύσης Σαββόπουλος. Αν στο δάσκαλο μου οφείλω τη γνώση και την πείρα γύρω από το δημοτικό τραγούδι, στον Διονύση οφείλω την πρώτη μου εμφάνιση μπροστά στο κοινό. Ήταν το 1971 στο «Ροντέο», στην καρδιά της χούντας κι εγώ ήμουν 43 χρονών.
Πώς και δεν είχατε δώσει συναυλίες μέχρι τότε;
Όταν εγώ μάζευα τραγούδια το έκανα για τη δική μου ευχαρίστηση, δεν περνούσε ποτέ από το μυαλό μου ότι θα έκανα καριέρα. Όπως λέω, είμαι «φρούτο της εποχής μου». Κακά τα ψέματα η πρώτη μου συναυλία ήρθε σε μια εποχή που ήταν εύκολο να μαθαίνουμε τι γίνεται πέρα από την Αθήνα, υπήρχαν δίσκοι, ραδιόφωνα, τηλεόραση. Δεν ήταν όπως πριν τον πόλεμο και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, που δεν είχαμε ιδέα για τα τραγούδια των πιο απομακρυσμένων περιοχών. Όταν, για παράδειγμα, ακούσαμε θρακιώτικα από τον Αηδονίδη και τον Δοϊτσίδη δεν τα ξέραμε, ούτε τα κυπριακά επίσης γνωρίζαμε.
Πώς τη θυμάστε εκείνη την εποχή του Ροντέο, πώς ήταν εκεί μεσ' στην καρδιά της δικτατορίας;
Δεν θα ξεχάσω τα νέα παιδιά, φοιτητές στην πλειοψηφία τους, που μαζεύονταν στο «Ροντέο» σαν να πήγαιναν στο κρυφό σχολειό. Βέβαια πριν πάω είχα τους δισταγμούς μου, δεν ήξερα πώς θα αντιδράσουν αυτά τα παιδιά. Ο Διονύσης με έπεισε τελικά να κάνω τρεις συναυλίες. Πήγα και τραγούδησα τρεις Πέμπτες. Στο πρόγραμμα που έφτιαξα, λοιπόν, για πρώτο κομμάτι έβαλα τον Τάσο Χαλκιά να παίξει ένα ηπειρώτικο μοιρολόι, το πιο δύσκολο πράγμα. Και είπα στον εαυτό μου, αν αυτό αρέσει στα παιδιά τότε κέρδισες, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα. Και άρεσε. Μετά θυμάμαι ήρθαν να μου πάρουν συνέντευξη, την πρώτη μου. Ούτε που ήξερα τι θα πει συνέντευξη τότε. Δεν υπήρχε αυτή η εμπορευματοποίηση η σημερινή. Ποιές συνεντεύξεις τύπου και παρουσιάσεις και ραδιόφωνα και τηλεοράσεις και όλα αυτά. Τότε όλα ήταν πιο απλά και πιο ανθρώπινα, τώρα δυστυχώς όλα στρέφονται γύρω από έναν άξονα, το χρήμα. Εγώ τόλμησα να βγω να τραγουδήσω για πρώτη φορά στο κοινό στα 43 μου χρόνια.
Τα νέα παιδιά σήμερα το αγαπούν το δημοτικό τραγούδι;
Ευτυχώς υπάρχει μια μεγάλη μερίδα παιδιών που και το γνωρίζει και το αγαπά και το μαθαίνει. Οπως μαθαίνει και παραδοσιακά μουσικά όργανα. Όμως είναι δίκοπο μαχαίρι αυτό. Φοβάμαι μήπως αυτό το ενδιαφέρον είναι μια μόδα και περάσει. Ελπίζω πως δεν θα είναι έτσι.
Είναι κακό να είναι μόδα;
Η μόδα έρχεται και παρέρχεται, η μοίρα της είναι να αλλάζει. Βλέπεις τώρα μουσικούς και καλλιτέχνες που ανήκουν σε άλλο χώρο, να βάζουν ξαφνικά στο πρόγραμμά τους και δημοτικά τραγούδια. Και σε λίγο καιρό τί γίνεται;
Ωστόσο τα νέα παιδιά ακούνε πολύ και φαίνεται να τους αρέσουν κιόλας, τραγούδια που μοιάζουν με δημοτικά.
Εννοείτε αυτά τα νησιώτικα. Αυτά τα κατασκευάσματα δεν είναι δημοτικό τραγούδι. Κατ' αρχήν το δημοτικό μας τραγούδι, όπως και το παραμύθι, δεν έχει αφέντη. Πού ακούστηκε δημοτικό να έχει συνθέτη και στιχουργό; Εάν κάποιοι θέλουν να φτιάχνουν τραγούδια, ας φτιάχνουν.
Είναι δικά τους, δεν μπορεί να τα εμφανίζουν ως δημοτικά. Τα δημοτικά μας τραγούδια αντιπροσωπεύουν άλλες εποχές, άλλες συνθήκες, άλλα ήθη. Ο καθένας μπορεί να φτιάχνει τραγούδια, αλλά οφείλουμε όλοι να σεβόμαστε αυτά που άφησαν οι παππούδες μας.
Για σας τι είναι το δημοτικό τραγούδι;
Το παν. Άμμος της θάλασσας είναι τα τραγούδια μας και βγήκαν από ανθρώπους που ούτε πανεπιστήμια τέλειωσαν ούτε σχολειά. Κι όμως κρύβουν τόση σοφία, τα βλέπεις τόσο λιτά και απέριττα, να λένε όσα πρέπει να πουν, τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο. Για μένα το δημοτικό τραγούδι ήταν και το καλύτερο ψυχοφάρμακο. Έχω χάσει αγαπημένους ανθρώπους, μάνα, πατέρα, αδελφή. Κάηκε δύο φορές το σπίτι μου. Δουλεύω από 12 χρονών. Σε παράγκα γεννήθηκα και σε παράγκα μεγάλωσα. Αντί για κεραμίδια είχε πισσόχαρτο. Και ακούς σήμερα ότι τα παιδιά δεν τρώνε το ένα, δεν τους αρέσει το άλλο...
Πώς ήταν εκείνη την εποχή;
Αν καταφέρω κάποτε και βρω λίγο χρόνο να γράψω ένα βιβλίο, να δεις τι θα 'χω να διηγούμαι. Από τότε, από τα παιδικά μου χρόνια στην Καισαριανή. Με σημάδεψαν αυτά τα χρόνια. Δύσκολα ήταν, αλλά ανθρώπινα. Πώς να ξεχάσω κάτι βράδια χειμωνιάτικα που τρώγαμε τέσσερις άνθρωποι μια ρέγγα. Κι αυτή με βερεσέ. Κι όμως τότε μπορεί να τρώγαμε ψωμί κι αλάτι, αλλά μαζευόμαστε και τραγουδούσαμε.
Τι είναι αυτό που μπορεί να ανακουφίσει τον σύγχρονο άνθρωπο;
Θα πεις ότι είμαι πεσιμίστρια, αλλά δεν βλέπω λύση. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει χρόνο. Κάποτε δούλευαν για να ζούνε, σήμερα ζούμε για να δουλεύουμε. Αν με ρωτήσεις για το πιο αντιπροσωπευτικό τραγούδι της εποχής μας θα σου πως τη «Μαίρη Παναγιωταρά» του Κηλαηδόνη. Αυτό είναι ένα σύγχρονο δημοτικό. Άκουγα τις προάλλες ότι δυο άνθρωποι παντρεύτηκαν μέσω του Ιντερνετ. Εδώ ζεις, χρόνια με τον άνθρωπο σου και τα χούγια του δεν τα ξέρεις. Πώς γίνονται αυτά τα πράγματα δεν το καταλαβαίνω. Φοβάμαι ότι σήμερα τα παιδιά δεν ξέρουν να ερωτεύονται. Και ο έρωτας είναι το μεγαλύτερο αγαθό που έχει δώσει η φύση στον άνθρωπο.
Κοιτάζοντας πίσω, όλη αυτή τη διαδρομή που διανύσατε, τι σκέφτεστε;
Αφιέρωσα τη ζωή μου ολόκληρη, αισθάνομαι ότι το υπηρέτησα το δημοτικό τραγούδι. Όταν συνειδητοποίησα αφ' ενός την κακοποίησή του κι αφ' ετέρου τον κίνδυνο της εξαφάνισής του μ' έπιασε πανικός. Προσπάθησα με τον καλύτερο τρόπο που μπορούσα να το προβάλλω χωρίς να το προστυχέψω. Τη μούρη μου δεν την κόλλησα ποτέ στις κολώνες της ΔΕΗ για να εισπράξω το αντίτιμο μιας συναυλίας ή ενός δίσκου.
Και το κόστος;
Ήμουν υποχρεωμένη να δουλεύω από πολύ μικρή κι όχι μόνο για τον εαυτό μου. Δυο φορές προσπάθησα να κάνω οικογένεια και τις δύο απέτυχα. Έριξα όλο το βάρος στη δουλειά. Τελικά, όχι, δεν ήταν κόστος. Αν είχα κάνει οικογένεια, παιδιά, ίσως είχε αλλάξει όλη μου η ζωή. Θα έπρεπε βλέπεις να διαλέξω. Κι επειδή δεν θα ήθελα τα παιδιά μου να τα μεγαλώσουν ξένοι, θα έπρεπε να θυσιάσω αυτή την άλλη μεγάλη αγάπη, την αγάπη της μουσικής.
Ο χρόνος που φεύγει σας τρομάζει;
Ναι και με πιάνει πανικός σαν σκέφτομαι ότι δεν έχω πια το χρόνο να κάνω αυτά που θέλω. Έχω ένα τεράστιο υλικό να εκδώσω. Οι αντοχές λιγοστεύουν. Και πάλι καλά όσα μπορώ και κάνω στα 70 μου. Νομίζω ότι μια χαρά κρατιέμαι από άλλες 70άρες. Σιγά-σιγά, οφείλω να σου πω, αρχίζω να συμφιλιώνομαι με την έννοια του θανάτου. Όπως το τραγουδάω στο δίσκο με τ' Αποκριάτικα: «Τούτη η γης που την πατούμε/ όλοι μέσα θε να μπούμε», αυτή είναι η μεγαλύτερη αλήθεια.
Μπορεί να συμφιλιωθεί ο άνθρωπος με το θάνατο;
Κάνε κι αλλιώς. Όμως εμένα μ' αρέσει πολύ η ζωή. Το μόνο που με στενοχωρεί είναι ότι θα 'ρθει κάποτε αυτή η μέρα που δεν θα βλέπω το φως του ήλιου.
Άμμος της θάλασσας είναι τα τραγούδια μας...
Πόλυ Κρημνιώτη, Εφημερίδα Αυγή, 25 Οκτωβρίου 1998