- Η ζωή της
- Το έργο της
-
Ο Σύλλογος
- Ο Σύλλογος
- Περιεχόμενα
-
Της Τριανταφυλλιάς τα Φύλλα
6 & 7 Απριλίου 2024, Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων
6 & 7 Απριλίου 2024, Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων
- Η Xορωδία
- Επικοινωνία
- Ενημέρωση
Βρίσκεστε στο: Κεντρική σελίδα Το έργο της Δημοσιεύματα και συνεντεύξεις Μουσικό Οδοιπορικό στον Έβρο
Μουσικό Οδοιπορικό στον Έβρο
Κριτική, Τηλεσκόπιο, Εφημερίδα, Η Αυγή, 16/01/1977
Κείμενο
Υπόδειγμα εκπομπής που είναι ικανή να γοητεύσει, να καθηλώσει χωρίς να υποδουλώσει τα βλέμματα, το «Μουσικό Οδοιπορικό» μας παρουσίασε το περασμένο Σάββατο την μουσική και τη ζωή των κατοίκων της περιοχής του Έβρου.
Ο Φώτος Λαμπρινός (σκηνοθεσία), η Δόμνα Σαμίου (παρουσίαση) και ο Συράκος Δανάλης (φωτογραφία) ταξίδεψαν μέχρι τα σύνορα, αλλά δεν γύρισαν φέρνοντας μαζί τους τις «εικόνες της επαρχίας», τις εικόνες που βλέπουμε σε εκπομπές του είδους «Με τον παλμό της Βορείου Ελλάδος», μια σειρά από κατασκευασμένα στερεότυπα που καταφέρνουν να παγώσουν αποτελεσματικά μια κάποια πραγματικότητα.
Η πραγματικότητα είναι ζωντανή: το «Μουσικό Οδοιπορικό» βαδίζει με σιγουριά πάνω στο δρόμο που χαράζει αυτή η διαπίστωση. Ζωντανό, αλλά πως; Μια εκπομπή με θέμα τη μουσική παράδοση πώς αποφεύγει το κήρυγμα του μουσείου; Ποιός και πώς μας έχει μεταφέρει αυτή τη παράδοση;
Απ’ τα καρτποσταλικά ντοκιμαντέρ του Νέστορα Μάτσα μέχρι την «Επιστροφή στις ρίζες» που κηρύσσουν οι αντιπρόσωποι του πιο χυδαίου λαϊκισμού, η παράδοση έχει ταυτιστεί με το μουσείο, με το στεγανό χώρο της συντήρησης και της αδρανοποίησης, του «κοιτάτε αλλά μην αγγίζετε».
Το «Μουσικό Οδοιπορικό» ξέρει ότι έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά από διαμορφωμένες απόψεις για την παράδοση, που είτε θα το χρήσουν θεματοφύλακα του λαϊκού πολιτισμού, είτε θα του προσάψουν την κατηγορία του «διανοουμενισμού». Γι’ αυτό και αρνείται ν’ ακολουθήσει το δρόμο του μουσείου.
Εκείνο που επιχειρεί είναι το να ανιχνεύσει (κι όχι να καταγράψει: η καταγραφή προϋποθέτει την ύπαρξη ενός αντικειμένου που η τηλεόραση θα το αποδώσει αυτούσιο. Κάπου εδώ εδρεύει ο νατουραλισμός και η θεωρία του καθρέφτη…) την ύπαρξη της παράδοσης μέσα στη καθημερινή ζωή του σήμερα της δημοτικής μουσικής έτσι όπως αυτή ζει ή πεθαίνει, καθορισμένη από ένα διαφορετικό τρόπο ζωής και διαφορετικές παραγωγικές σχέσεις, από τις εποχές της δημιουργίας και της εξέλιξης.
Αυτή η εντύπωση του σήμερα διαπερνά απ’ άκρη σε άκρη το «Μουσικό Οδοιπορικό» κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Μια τέτοια άποψη (η μουσική κληρονομιά δεν υπάρχει παρά σαν ένα μετασχηματισμένο παρόν) συναντάει εκείνη του Διονύση Σαββόπουλου όταν αυτός παρατηρεί ότι «παράδοση είναι να δημιουργείς και μάλιστα εκ του μηδενός». Δεν πρόκειται για παραδοξολογία: απ’ τη μια η κυρίαρχη κουλτούρα μας έχει ορίσει μια σχέση με το παρελθόν, μια σχέση με τις αιώνιες αξίες που πρέπει να τις διαφυλάξουμε και να τις επιστρατεύουμε κάθε φορά που η πραγματικότητα αρχίζει να γίνεται περισσότερο παρούσα απ’ ότι χρειάζεται (περισσότερο ζωντανή, αντιφατική, ταραγμένη).
Απ’ την άλλη μια δογματική «προοδευτική» και σίγουρα ζωντανοφοβική άποψη καραδοκεί για να σας κληρονομήσει ένα άλλο παρελθόν, αυτό που ανακάλυψε η ίδια: είναι το παρελθόν ενός αριστερού «λαϊκού πολιτισμού», που το Κόμμα πρέπει να το διαφυλάξει για να το βάλει στη θέση των «αιώνιων αξιών», όταν θα πάρει την εξουσία.
Και στις δύο περιπτώσεις παράδοση σημαίνει συντήρηση. Όλοι αρνούνται να μιλήσουν για το παρόν, ν’ απαντήσουν στο τρομερό για αυτούς ερώτημα «τι συμβαίνει σήμερα»; Κι όταν μιλούν το κάνουν με όρους του μουσειοποιημένου παρελθόντος. Η εξουσία συναντάει στον σταλινισμό εκεί που και οι δύο μιλούν για το σήμερα χρησιμοποιώντας το χθες έτσι όπως και οι δύο το έχουν μουσειοποιήσει.
Ζωντανή πολιτιστική παράδοση δεν μπορεί να είναι παρά μόνο το σήμερα, μέσα από τις αντιφάσεις του, μέσα από τα πολιτιστικά ίχνη του παρελθόντος, που έχει ενσωματώσει. Το «Μουσικό Οδοιπορικό» βλέπει στο Έβρο, μια μουσική όχι διατηρημένη και κληρονομημένη από τους αιώνες, αλλά μετασχηματισμένη, διυλισμένη μέσα στο κοινωνικό σώμα, αποσπασματικοποιημένη, κατακερματισμένη γι’ αυτό και ζωντανή. Η γιαγιά που τραγουδάει τα τραγούδια του γάμου δεν μπορεί να μιλήσει εύκολα για τη σημασία που είχαν στο παρελθόν. Προτιμάει να τα τραγουδήσει τώρα, μοιάζει ανήμπορη να αρθρώσει ένα λόγο πάνω τους. Ωστόσο τα τραγούδια χάνουν έτσι σε μεταφυσικές ερμηνείες και κερδίζουν σε υλικότητα. Υπάρχουν εδώ και τώρα, δεν αντιπροσωπεύουν τίποτα πέρα από τη χαρά ή τα άλλα συναισθήματα που «γράφονται» στα πρόσωπα που τα τραγουδούν. Οι «αιώνιες αξίες» ζούνε εδώ, το θάνατο τους. Το ίδιο και η υποτιθέμενη αλήθεια ή «αυθεντικότητα» του λαϊκού πολιτισμού». Η δημοτική μουσική μπλέκεται στο «Μουσικό Οδοιπορικό» με τα «λαϊκά» τραγούδια της εποχής, τα ινδικά προϊόντα ή τα ελαφρολαϊκά που ακούμε σε μια στιγμή στη λαϊκή αγορά. Μια ολόκληρη μαζική κουλτούρα που την έχουν επιβάλλει στο λαό.
Μήπως όμως ο ίδιος ο λαός δεν έχει τη δύναμη να την επιβάλει με τη σειρά του, να μην οικειοποιείται πολλές φορές και να αρνείται έτσι τον καταναλωτικό της χαρακτήρα;
Η δημοτική μουσική δεν έχει πεθάνει στον Έβρο. Δεν είναι όμως η μουσική. Αποτελεί μέρος ενός κατακερματισμένου μουσικού σώματος, που δεν μπορεί να ενοποιήσει τα κομμάτια του και ζει για αυτό την τραγική αντίφαση του. Κατακερματισμός που είναι και ο κατακερματισμός ολόκληρου του κοινωνικού: αντιπαραθέτοντας την γυναίκα που δουλεύει στον αργαλειό τραγουδώντας, με την σύγχρονη διαδικασία παραγωγής υφασμάτων το «Μουσικό Οδοιπορικό» έμπλεξε σφιχτά το μοναχικό τραγούδι με τον θόρυβο των μηχανών. Η εργάτρια αποχωρίστηκε από το μέσο και το προϊόν της εργασίας της, αλλά το τραγούδι της παράμεινε, όχι όμως αυτούσιο, αλλά διχασμένο, διστακτικό, διφορούμενο σε μια συνεχή πάλη με τον μηχανικό θόρυβο.
Η πολιτιστική παράδοση είναι η ίδια ένα αποσπασματικό σήμερα: η μουσική του Έβρου στέκει δειλά, σιωπηλά (τι πιο φλύαρο όμως από τη σιωπή;), δίπλα σε μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να συμφιλιωθεί μαζί της και που όμως είναι αναγκασμένη να την εκφράζει.
Αυτό το απειλητικό πλάνο των στρατιωτών σ’ ένα δρόμο μιας πάλης του Έβρου θα έφτανε για να δώσουμε κάτι παραπάνω από συγχαρητήρια σε αυτή την θαρραλέα εκπομπή.
Ο Φώτος Λαμπρινός και ο Συράκος Δανάλης κινηματογράφησαν στιγμές, αποσπάσματα. Η κάμερα τους κινήθηκε ευέλικτα (έτσι όπως μια αγάπη, ένας πόθος για αυτό που κινηματογραφείς το κατορθώνει κι όχι μια τεχνική που την έμαθες στο στούντιο), «κοινωνικοποιήθηκε». Η φύση (κι όχι η Φύση), οι χοροί, οι οργανοπαίκτες, η δουλειά, κινηματογραφήθηκαν σαν υλικές παρουσίες, σαν σώματα ή υλικά που εξέφρασαν την περίσσια τους, μια δύναμη του να λες παραπάνω από όσα διατυπώνεις.
Είναι σίγουρο ότι το «Μουσικό Οδοιπορικό» αντέχει σθεναρά στις αισθητικές και ιδεολογικές πιέσεις του τηλεοπτικού μηχανισμού. Δεν είναι και λίγο πράγμα: προβλέπουμε για το «Μουσικό Οδοιπορικό» μια κοπιαστική πορεία.
Μουσικό Οδοιπορικό στον Έβρο
Κριτική , Τηλεσκόπιο , Εφημερίδα , Η Αυγή , 16 Ιανουαρίου 1977