- Η ζωή της
- Το έργο της
-
Ο Σύλλογος
- Ο Σύλλογος
- Περιεχόμενα
-
Της Τριανταφυλλιάς τα Φύλλα
6 & 7 Απριλίου 2024, Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων
6 & 7 Απριλίου 2024, Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων
- Η Xορωδία
- Επικοινωνία
- Ενημέρωση
Βρίσκεστε στο: Κεντρική σελίδα Το έργο της Μουσικές επιλογές Το τραγούδι της Νύφης που κακοτύχησε
Το τραγούδι της Νύφης που κακοτύχησε
του Θοδωρή Κοντάρα
Το τραγούδι της Νύφης που κακοτύχησε είναι ένα από τα μεγάλα διαμάντια της δημοτικής μας ποίησης, σε μια παραλλαγή από τον Τσεσμέ της Ερυθραίας Μ. Ασίας. Μου το απάγγειλε ολόκληρο από μνήμης στις 21 Οκτωβρίου 2010 και επίσης μου το έδωσε γραμμένο σε χαρτί (‘’για να μην το ξεχάσω’’, όπως μου είπε χαρακτηριστικά) η Τσεσμελιά Μαρία Μπαλή – Ψωμά (Χίος 1918 – Ν. Ερυθραία, 2014). Ήταν, λέει, «ποίημα» της μάνας της, Δεσποινιώς Ανταράκη – Μπαλή, που γεννήθηκε στον Τσεσμέ το 1880 και πέθανε το 1934 στη Ν. Ερυθραία, σε ηλικία 54 ετών.
Κατά την πληροφορήτρια, το «ποίημα» δεν έχει μουσική και το λένε «στο μιλητό», δηλαδή απαγγέλλεται. Συχνά έτσι, «δι’ απαγγελίας» λειτουργούσαν πολλά δημοτικά πολύστιχα τραγούδια από τους κύκλους των ακριτών και των παραλογών. Ήταν έμμετρα παραμύθια, ποιητικά κείμενα με περιεχόμενο ηρωικό, φανταστικό ή πραγματικό. Τέτοιου τύπου τραγούδια εκφράζουν με καλλιτεχνική διάθεση το κοινό συναίσθημα και τις συλλογικές αντιλήψεις και αξίες μιας κοινωνίας.
Η κυρά-Ρήνη του Κριτού, του Δούκα η θυγατέρα
χρόνια τής γράφουν τα προυκιά, χρόνια τα πανωπρούκια
και τα κρυφά της μάνας της λογαριασμό δεν είχαν.
Της δίνει ο πατέρας της καράβι αρματωμένο,
της δίνουν και τ’ αδέρφια της αμάξι φορτωμένο, 5
της δίνει κι η μανούλα της τάσι1 μαργαριτάρι,
χρυσό θρονί να κάθεται, μήλο χρυσό να παίζει
και μούλα2 χρυσοκάπουλη, να περπατά καβάλα.
Μα ήρθε καιρός ο δίσεχτος, χρονιά καταραμένη,
πήραν τα χρέη τα προυκιά, τα πλούτη η αρρώστια 10
και μπήκε ο άντρας μπιστικός3 κι η νύφη ξενοφαίνει.
Και μια γιορτή, μία Λαμπρή, μια επίσημην ημέρα,
την πήρε το παράπονο, πίκρα πολύ μεγάλη.
- Θέλω να πάω στη μάνα μου, καλέ, στα γονικά μου.
- Αρχόντισσα σ’ έφερα ‘δώ, φτωχιά πώς να σε πάω; 15
- Συνόριασέ4 μου τα βουνά και πάω μοναχιά μου.
Ράχη σε ράχη ακούμπησε, λιθάρι σε λιθάρι
και πήγε κι αποκούμπησε στης μάνας της την πόρτα.
Στο δρόμον όπου πήγαινε, στα δάση που περνούσε,
παρακαλούσε το Θεό με πικραμένα χείλη. 20
- Θεέ, να βρω τις δούλες μου και να μη με γνωρίσουν!
Ο Θεός τήνε συνάκουσε κι η Δέσποινα του κόσμου
κι ηύρε τις δούλες του σπιτιού στη βρύση που λευκαίναν.
- Ώρα καλή σας, λυγερές, ώρα καλή, κοπέλες!
- Καλώς τη, την ξενούλα μας, τι θέλεις, τι γυρεύεις; 25
- Να πιω νερό, γιατί διψώ κι απέ5 σας συντυχαίνω6.
Να πείτε της κυρούλας σας δούλα της να με πάρει.
- Ξένη, κοπέλες έχομε, κοπέλες και κοπέλια7,
και σένα τι σε θέλομε, σαν τι δουλειές να κάνεις;
- Ξέρω και φαίνω στο βλατί8 και φαίνω στο βελούδο. 30
Κυρά ψηλά ‘ταν, τ’ άκουσε και της απελογήθη9,
χρυσά παπούτσια φόρεσε, πάει να δει τη δούλα.
- Ποια ‘ναι που φαίνει στο βλατί και φαίνει στο βελούδο;
Κείνη που φαίνει στο βλατί και φαίνει το βελούδο
είναι μακριά στην ξενιτιά, λείπει μακριά στα ξένα. 35
Για σύρτε την και βάλτε την στον αργαλειό της Ρήνης,
για να ξυφάνει10 το χρυσό που ‘ναι μισοφτιαγμένο.
Την πήραν και την βάλανε στον αργαλειό της Ρήνης
κι ώριο τραγούδι άρχισε σα να ‘ταν μοιρολόι.
- Διασίδι,11 καλοδιάσιδο, καλού καιρού διασμένο, 40
διασίδι, σαν σε διάζουμουν, ήρθαν οι συμπεθέροι.
Διασίδι, σαν σε τύλιγα, ήρθαν, μ’ αρρεβωνιάσαν
και σαν σε μισοκόπησα12, ήρθανε και με πήραν.
Της μοίρας μου ήτανε γραφτό να ‘ρθώ να σε ξυφάνω.
Κυρά ψηλά ‘ταν, τ’ άκουσε και της απελογήθη: 45
- Δούλα, πούθε ο τόπος σου, πούθε τα γονικά σου;
- Η μάνα μου Γιαννιώτισσα κι ο κύρης απ’ την Πόλη
κι εγώ είμ’ η Ρήνη, η λυγερή, η Ρήνη, η μαυρομάτα.
Κι η μάνα της κατέβηκε και την εφταγκαλιάζει,
τις δούλες της εφώναξε, τις σκλάβες διατάζει. 50
- Βάλτε νερό και λούστε την, βάλτε την στο χαμάμι
και να βαρέσουν τα όργανα και τα γλυκά παιχνίδια!13
1 τάσι (τουρκ. tas): μικρή γαβάθα, πλατύστομο κύπελλο.
2 μούλα (λατιν. mula): μουλάρι.
3 μπιστικός: παραγιός σε βοσκό, τσομπάνος.
4 συνόριασέ μου: υπόδειξέ μου, καθόρισέ μου.
5 κι απέ: κι ύστερα, έπειτα, αργότερα (ιδιωματικό Σμύρνης).
6 συντυχαίνω: συνομιλώ, κουβεντιάζω.
7 κοπέλια: παραγιοί, υπηρέτες.
8 βλατί (βυζ. βλαττίν < λατιν. blatta): πολύτιμο μεταξωτό ύφασμα, συχνά χρυσοκέντητο.
9 απελογήθη: ρώτησε, μίλησε.
10 ξυφαίνω: εξυφαίνω, αποτελειώνω ένα υφαντό.
11 διασίδι (αρχ. ελλ.): έτοιμο νήμα στον αργαλειό, στημένο προς ύφανση, ιστός.
12 μισοκόπησα: μισοτέλειωσα, έκανα το μισό κόπο.
13 παιχνίδια: τα μουσικά όργανα, η λαϊκή ορχήστρα.
Γυναίκα της Χίου
Ατσαλογραφία σε χαρτί 19ου αιώνα, Μουσείο Μπενάκη, αρ. μητ. 40698.
© Μουσείο ΜπενάκηΤο τραγούδι ανήκει στον κύκλο των παραλογών που έχουν σχέση με την οικογενειακή ζωή, επειδή εξιστορεί ένα περιστατικό της ανθρώπινης ζωής με αφετηρία την πραγματικότητα κι όχι τη φαντασία ή κάποιο εξωπραγματικό θέμα.
Έχουν καταγραφεί πολλές παραλλαγές του σε διάφορους ελληνικούς τόπους, νησιωτικούς και ηπειρωτικούς. Εδώ πρόκειται για μια μικρασιάτικη παραλλαγή, ένα πολύστιχο αφηγηματικό τραγούδι 52 στίχων, με σπουδαία κι ολοκληρωμένη πλοκή και με δραματική υπόθεση, που προκαλεί ένταση και συγκρούσεις, αλλά έχει αίσιο τέλος.
Το θέμα του βασίζεται στην μεταβολή των ανθρώπινων καταστάσεων και στην αλλαγή της τύχης στον ανθρώπινο βίο. Το συναντάμε από τα πανάρχαια χρόνια στη λογοτεχνία, ιδίως στην ποίηση. Φυσικά, το θέμα αυτό δεν αφήνει ασυγκίνητο τον λαϊκό άνθρωπο, που είναι ο δημιουργός του δημοτικού τραγουδιού. Οι μεταπτώσεις της τύχης των ανθρώπων, οι έντονες αλλαγές των συναισθημάτων και των καταστάσεων, το ξαφνικό πέρασμα από τον πλούτο στη φτώχεια κι από τη χαρά στη λύπη, από την ευμάρεια στην ανέχεια κι από την ευτυχία στη δυστυχία, οι κάθε λογής δραματικές μεταβολές συνταράσσουν την ψυχή, γιατί τελικά το μέλλον όλων μας είναι αβέβαιο και ασταθές.
Μέσω των τραγουδιών τέτοιου είδους, ο λαός μας στέλνει ένα σαφέστατο μήνυμα προς όλους και κυρίως προς τον ίδιο του τον εαυτό: στη ζωή οι ανατροπές και οι διακυμάνσεις είναι συνήθεις και ως εκ τούτου, πρέπει να είμαστε πάντοτε έτοιμοι να τις αντιμετωπίσουμε με θάρρος κι ελπίδα.
Μέσα από τη σύγκρουση που προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα, θα προέλθει η ανακουφιστική λύτρωση, που ξαλαφρώνει την ψυχή και εκτονώνει από κάθε πίεση.
Υπόθεση
Η υπόθεση του τραγουδιού είναι πιθανόν παρμένη από κάποιο πραγματικό γεγονός που συνέβη κατά τη μεσαιωνική βυζαντινή περίοδο, όπως μαρτυρούν τα ονόματα στον πρώτο στίχο
Η κυρά-Ρήνη του Κριτού, του Δούκα η θυγατέρα…
τα οποία συνδέουν άμεσα το τραγούδι με τραγούδια του ακριτικού κύκλου, όπου αναφέρονται συχνά τα ονόματα Ειρήνη και Δούκας, ήδη από τον 10ο αιώνα.
Σε άλλες παραλλαγές, η νύφη ονομάζεται Ελένη (όπως στην πληρέστερη παραλλαγή που παραθέτουμε στο τέλος) ή απλώς με το επίθετο λυγερή.
Ένα καλομαθημένο αρχοντοκόριτσο με τεράστια προίκα, από οικογένεια πάμπλουτη κι ευγενική, καλοπαντρεύεται με έναν εύπορο νέο αντίστοιχου διαμετρήματος. Όμως επειδή η ζωή φέρνει τα πάνω κάτω, έπεσε δυστυχία στο νέο ζευγάρι, τα πλούτη εξανεμίστηκαν και επήλθε η πλήρης οικονομική καταστροφή. Για λόγους επιβίωσης, ο νέος έγινε βοσκός κι η αρχοντοθρεμμένη κόρη «ξενοφαίνει». Μια Λαμπρή, μέρα με ιδιαίτερα εορταστική σημασία, η Ρήνη αναθυμήθηκε με παράπονο τις παλιές ευτυχισμένες μέρες στο πατρικό σπίτι και ζητά από τον άντρα της να την πάει στα γονικά της. Αυτός δεν δέχεται, γιατί ντρέπεται να την οδηγήσει πίσω φτωχιά και ξεπεσμένη, κι η Ρήνη αποφασίζει να επιστρέψει μόνη της στο πατρικό της.
Καθ’ οδόν εύχεται να μην την γνωρίσουν ούτε οι υπηρέτριες του σπιτιού. Έτσι κι έγινε κι η Ρήνη, φτωχή εργάτρια πλέον, τις παρακαλεί να μεσολαβήσουν στην κυρά τους (τη μάνα της), για να την προσλάβει σαν υφάντρα πολύτιμων υφαντών. Μάταια όμως, γιατί οι δούλες δηλώνουν πως δεν την έχουν ανάγκη. Η μάνα της άκουσε το δραματικό διάλογο και από ισχυρή διαίσθηση διατάζει τις υπηρέτριες να οδηγήσουν για δοκιμή την «ξενούλα» στον αργαλειό της Ρήνης, όπου υπάρχει ακόμη το μισοτελειωμένο χρυσοΰφαντό της. Η δυστυχής κόρη συγκινείται βλέποντας το ημιτελές εργόχειρό της και μοιρολογά για την ξεπεσμένη ζωή και την κακή της μοίρα, που την έφερε σ’ αυτήν την τόσο μίζερη θέση. Καθώς η μάνα της ήταν εξ αρχής υποψιασμένη για την ξένη ανυφάντρα, τώρα από το παράξενο μοιρολόι βεβαιώθηκε ότι αυτή είναι η Ρήνη και ρώτησε, για περισσότερη σιγουριά, την ταυτότητα της κόρης. Έτσι επέρχεται η πλήρης αναγνώριση κι αποκαθίσταται η ευτυχία της κακότυχης Ρήνης στον πατρικό πλέον οίκο.
Στις επί μέρους σκηνές του τραγουδιού, μπορούμε να επισημάνουμε τα ακόλουθα βασικά σημεία.
α) Η τεράστια προίκα της Ρήνης τονίζεται, σε ποσότητα και ποιότητα, με τρόπο υπερβολικό στους οκτώ πρώτους στίχους, αφού
… χρόνια τής γράφουν τα προυκιά, χρόνια τα πανωπρούκια
και τα κρυφά της μάνας της λογαριασμό δεν είχαν.
Της δίνει ο πατέρας της καράβι αρματωμένο,
της δίνουν και τ’ αδέρφια της αμάξι φορτωμένο,
της δίνει κι η μανούλα της τάσι μαργαριτάρι,
χρυσό θρονί να κάθεται, μήλο χρυσό να παίζει
και μούλα χρυσοκάπουλη, να περπατά καβάλα.
β) Ενώ η νύφη ξεκινά τη νέα της ζωή με μια αξιοζήλευτη αφθονία υλικών αγαθών, αλογάριαστο πλούτο και γενική πολυτέλεια κι ευμάρεια, πολύ γρήγορα μεταπίπτει στη δυστυχία. Τα κακά και δυσοίωνα χρόνια, οι απρόσμενες ανατρεπτικές καταστάσεις δηλαδή, έφεραν χρέη και αρρώστιες, ο πρωτινός πλούτος εξανεμίστηκε κι οι νέες τραγικές συνθήκες ανάγκασαν το ζευγάρι να ξενοδουλεύει απλώς για να επιβιώσει, πράγμα εντελώς ταπεινωτικό και υποτιμητικό για την καταγωγή και την κοινωνική τους θέση.
γ) Η νύφη θυμάται πολύ έντονα την περασμένη ευτυχία κατά τις γιορτινές μέρες, διότι τότε όλος ο κόσμος χαίρεται, ενώ αντίθετα αυτή δυστυχεί. Ως γνωστόν, ο φτωχός άνθρωπος αισθάνεται την ένδεια και την ανέχειά του πολύ περισσότερο στις γιορτές, ιδίως στις μεγάλες, όπως το Πάσχα, επειδή δεν μπορεί να καλοπεράσει και να διασκεδάσει, όπως ο υπόλοιπος κόσμος. Τα συναισθήματα όλων είναι εντονότερα στις γιορτές. Έτσι, η Ρήνη του τραγουδιού μας, διαπιστώνοντας την οδυνηρή αντίθεση του παρελθόντος με το παρόν, είναι αφόρητα θλιμμένη, νιώθει πίκρα και πόνο για την τεράστια αλλαγή προς το χειρότερο στη ζωή της, αλλά και αθεράπευτη νοσταλγία για το πατρικό της σπίτι, όπου τις γιορτινές μέρες επικρατούσαν η πολυτελής καλοπέραση, η ανεμελιά, η ξενοιασιά κι οι πλούσιες παροχές.
Γι’ αυτούς τους λόγους, την πιάνει πιο έντονα το παράπονο και επιθυμεί διακαώς να γυρίσει στα γονικά της. Όμως ο φιλότιμος σύζυγός της ντρέπεται να την οδηγήσει στους δικούς της, θεωρώντας υπεύθυνο τον εαυτό του για τον ξεπεσμό, την κατάντια και τη φτώχεια της γυναίκας του.
- Αρχόντισσα σ’ έφερα ‘δώ, φτωχιά πώς να σε πάω;
δ) Εντυπωσιάζει η άμεση πρωτοβουλία της Ρήνης, που με τρόπο αποφασιστικό και δυναμικό, σε αντίθεση με τον διστακτικό και άβουλο άντρα της, αναλαμβάνει να γυρίσει μόνη της.
Ράχη σε ράχη ακούμπησε, λιθάρι σε λιθάρι
και πήγε κι αποκούμπησε στης μάνας της την πόρτα.
ε) Η επιστροφή στο πατρικό σπίτι γίνεται με κάθε επιφύλαξη και με την παράκληση προς τα θεία να μην την αναγνωρίσουν οι υπηρέτριες, επειδή ντρέπεται πολύ για την κατάντια της και νιώθει εντελώς μειονεκτικά. Η άφιξή της γίνεται ευμενώς δεκτή από τις δούλες κι η Ρήνη, αφού πρώτα διαπίστωσε την άγνοιά τους για το άτομό της, υποδύεται ταπεινωμένη την ξένη που ζητά εργασία στο πλουσιόσπιτο. Στην αρνητική απάντηση των κοριτσιών, η ετοιμόλογη Ειρήνη αντιτάσσει τις ιδιαίτερες και μοναδικές ικανότητές της στην υφαντική:
- Ξέρω και φαίνω στο βλατί και φαίνω στο βελούδο.
στ) Η αναγνώριση μάνας και κόρης γίνεται αριστοτεχνικά κι αβίαστα, θυμίζοντας πολλά μεγάλα έργα της αρχαίας γραμματείας, όπως την Οδύσσεια, τραγωδίες (Ελένη, Ιφιγένεια κ. ά.), αρχαία λυρικά ποιήματα, αλλά και άλλα δημοτικά τραγούδια (του Ξενιτεμένου, του Νεκρού Αδερφού κλπ.).
Η μάνα της Ρήνης, ακούγοντας τον διάλογο των κοριτσιών, παραξενεύεται με τις υφαντικές ικανότητες της ξένης και προστάζει τις δούλες να την οδηγήσουν στον αργαλειό της Ειρήνης, για να τη δοκιμάσει, καθώς έλπιζε πάντα να ξαναδεί την ξενιτεμένη κόρη της, από την οποία για καιρό δεν είχε λάβει καμιά είδηση.
Η Ρήνη, μόλις αντίκρισε τον αγαπημένο της αργαλειό με το μισοτελειωμένο χρυσό υφαντό, άρχισε ένα θρηνητικό τραγούδι για την κακή της τύχη της.
- Διασίδι, καλοδιάσιδο, καλού καιρού διασμένο,
διασίδι, σαν σε διάζουμουν, ήρθαν οι συμπεθέροι.
Διασίδι, σαν σε τύλιγα, ήρθαν, μ’ αρρεβωνιάσαν
και σαν σε μισοκόπησα, ήρθανε και με πήραν.
Της μοίρας μου ήτανε γραφτό να ‘ρθώ να σε ξυφάνω.
Η μάνα αμέσως σκίρτησε από την αγωνία και τη λαχτάρα της. Σχεδόν βέβαιη για το πρόσωπο που είχε μπροστά της, ζήτησε αμέσως στοιχεία ταυτότητας από την κόρη. Στο άκουσμά τους, δίχως άλλο, αναγνώρισε την κακότυχη κόρη της.
Κι η μάνα της κατέβηκε και την εφταγκαλιάζει,
τις δούλες της εφώναξε, τις σκλάβες διατάζει.
- Βάλτε νερό και λούστε την, βάλτε την στο χαμάμι
και να βαρέσουν τα όργανα και τα γλυκά παιχνίδια!
Το αίσιο τέλος γεμίζει μεγάλη χαρά τα πρόσωπα του τραγουδιού, φέρνει ξανά την ευτυχία στο μελαγχολικό αρχοντικό κι αρχίζουν πάλι οι χαρές και τα γλέντια.
Χαρακτηριστικά του τραγουδιού
Το τραγούδι της Νύφης που κακότυχε έχει όλα τα χαρακτηριστικά των δημοτικών τραγουδιών.
α) Γλώσσα δημοτική με ιδιωματικά στοιχεία και στίχος ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, ανομοιοκατάληκτος.
β) Χρήση κυρίως ρημάτων και ουσιαστικών, που προωθούν την γοργή εξέλιξη της υπόθεσης.
γ) Τυπικές εκφράσεις που συναντάμε σε πολλά τραγούδια.
- Δούλα, πούθε ο τόπος σου, πούθε τα γονικά σου;
Μα ήρθε καιρός ο δίσεχτος, χρονιά καταραμένη…
Και μια γιορτή, μία Λαμπρή, μια επίσημην ημέρα…
- Ώρα καλή σας, λυγερές, ώρα καλή, κοπέλες!
δ) Εναλλαγή τριτοπρόσωπης αφήγησης, διαλόγου και μονολόγου, που είναι διάχυτα σε όλο το τραγούδι.
ε) Επαναλήψεις, όπως π. χ. οι λέξεις χρόνια… της δίνει… διασίδι…,
οι φράσεις ώρα καλή… και φαίνει στο βλατί και φαίνει στο βελούδο…,
ο στίχος Κυρά ψηλά ‘ταν, τ’ άκουσε και της απελογήθη,
καθώς και η επανάληψη της κακοτυχίας της Ρήνης (στ. 40-44).
στ) Νόμος (ή σχήμα) των τριών, όπως π. χ.
χρυσό θρονί να κάθεται, μήλο χρυσό να παίζει
και μούλα χρυσοκάπουλη, να περπατά καβάλα.
- Η μάνα μου Γιαννιώτισσα κι ο κύρης απ’ την Πόλη
κι εγώ είμ’ η Ρήνη, η λυγερή, η Ρήνη, η μαυρομάτα.
ζ) Εικόνες, όπως η ετοιμασία της προίκας, η συνάντηση με τις δούλες, το μοιρολόι της Ρήνης, η τελική αναγνώριση.
η) Γοργή δράση και «κινηματογραφική» παραστατικότητα, με παράλειψη των επουσιωδών κι ευκόλως εννοουμένων στοιχείων, για την ταχεία εξέλιξη της αφήγησης και των γεγονότων (βλ. στίχους 9-16).
θ) Ιδιαίτερες επιβραδύνσεις, που γίνονται με τεχνικό τρόπο για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένου σκοπού, όπως π. χ. η απαρίθμηση των προικιών, για να δηλωθεί η βαριά προίκα, και το μοιρολόι της Ρήνης, που προωθεί την αναγνώριση.
ι) Η νοηματική επανάληψη του πρώτου ημιστιχίου στο δεύτερο, δηλαδή το νόημα του πρώτου ημιστιχίου επαναλαμβάνεται με κάπως διαφορετική διατύπωση ή συμπληρώνεται στο δεύτερο ημιστίχιο, π. χ.
χρόνια τής γράφουν τα προυκιά, χρόνια τα πανωπρούκια…
… την πήρε το παράπονο, πίκρα πολύ μεγάλη.
- Θέλω να πάω στη μάνα μου, καλέ, στα γονικά μου.
- Ώρα καλή σας, λυγερές, ώρα καλή, κοπέλες!
… είναι μακριά στην ξενιτιά, λείπει μακριά στα ξένα…
- Διασίδι, καλοδιάσιδο, καλού καιρού διασμένο…
- Βάλτε νερό και λούστε την, βάλτε την στο χαμάμι..
ια) Ισχυρές αντιθέσεις, όπως π. χ.
- Αρχόντισσα σ’ έφερα ‘δώ, φτωχιά πώς να σε πάω;
… χρυσά παπούτσια φόρεσε, πάει να δει τη δούλα.
… κι ώριο τραγούδι άρχισε σα να ‘ταν μοιρολόι.
Θεατρικότητα - Στοιχεία τραγωδίας
Το τραγούδι της κακότυχης νύφης «έχει τραγικό περιεχόμενο και δραματική δομή», όπως σημειώνει ο Γιώργος Ιωάννου στο βιβλίο του Παραλογές (σελ. 68-69). Και συνεχίζει: «Το θέμα του απότομου οικογενειακού ξεπεσμού από την ευτυχία στη δυστυχία και την ανέχεια ήταν γενικά πολύ προσφιλές στο θέατρο από την εποχή της αρχαιότητας ακόμη. Οι πέντε ενότητες του τραγουδιού οδηγούν ομαλά και έγκαιρα, χωρίς πλατειασμούς ή ελλειπτικότητες, στην τραγική δέση και λύση. Για το ξέσπασμα της δυστυχίας δε φταίει κανένα από τα τόσο αληθινά ψυχολογικώς πρόσωπα, παρά μονάχα ‘’οι χρόνοι οι δίσεχτοι κι οι μήνες οι οργισμένοι’’. Η επιστροφή της κόρης θυμίζει αρκετά της παραβολή του Ασώτου. Τέλος, η αναγνώριση είναι ιδιαίτερα έντεχνη και πειστική.»
Ο σπουδαίος λαογράφος Κων. Ρωμαίος, στο βιβλίο του «Η ποίηση ενός λαού» (σελ. 134) αναφέρει ότι το τραγούδι αυτό είναι μια «ορχηστική τραγωδία», που μπορεί να αναπαρασταθεί μιμητικά, ενώ ένας παριστάμενος όμιλος τραγουδιστών θα λέει το τραγούδι.
Φυσικά το έξοχο αυτό λαϊκό δημιούργημα θα μπορούσε εύκολα να διασκευαστεί σε θεατρικό, κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο, καθώς έχει όλες τις δυνατότητες. Εξάλλου, αρκετές παραλογές (π. χ. Του Νεκρού Αδερφού, Του γιοφυριού της Άρτας, της Άπιστης, της Λιογέννητης) έχουν παλιότερα δραματοποιηθεί από πολλούς καλλιτέχνες (Εφταλιώτη, Θεοτοκά, Καζαντζάκη, Βουτιερίδη κ. ά.).
Στοιχεία που παραπέμπουν στην αρχαία τραγική ποίηση, εκτός από τον μύθο (υπόθεση), την πλοκή και το ήθος (χαρακτήρες προσώπων), είναι τα ακόλουθα:
α) Η περιπέτεια, δηλαδή οι αναπάντεχες εναλλαγές της τύχης της ηρωίδας προς το χειρότερο, χωρίς να φταίει, καθώς το πλούσιο ζευγάρι φτωχαίνει από εξωτερικές αιτίες, αναγκάζεται να ξενοδουλεύει και τελικά η Ρήνη γυρίζει, ξεπεσμένη πια, στο πατρικό της ως άσημη υπηρέτρια. Η μοίρα της είναι πολύ σκληρή μέχρι να επέλθει η αναγνώριση.
β) Η τραγικότητα, που εντοπίζεται βασικά στο πρόσωπο της Ρήνης. Η απρόσμενη κατάσταση που βιώνει, της προκαλεί μεγάλο πόνο, αφόρητη θλίψη και αρνητικά συναισθήματα που βαραίνουν την ψυχή της. Είναι θύμα της τύχης, που ανέτρεψε αιφνιδίως την πολύ ευτυχισμένη ζωή της και εξ αιτίας αυτής της ανατροπής, η Ρήνη μεταπίπτει στην πλήρη εξαθλίωση και την έσχατη ένδεια.
γ) Η προοικονομία, κατά την εξέλιξη των γεγονότων, που προϊδεάζει και προετοιμάζει τον ακροατή – αναγνώστη του τραγουδιού με τρόπο, ώστε να δεχθεί φυσικά, λογικά κι αβίαστα όσα θα ακολουθήσουν παρακάτω. Είναι εμφανής σε πολλά σημεία, όπως στους στίχους με τα δώρα της μητέρας, που φανερώνουν την ιδιαίτερη αγάπη της για την Ρήνη, που θα κορυφωθεί στο τέλος,
και τα κρυφά της μάνας της λογαριασμό δεν είχαν…
… της δίνει κι η μανούλα της τάσι μαργαριτάρι,
Της δίνει χρυσό θρονί να κάθεται, μήλο χρυσό να παίζει
και μούλα χρυσοκάπουλη, να περπατά καβάλα.
ο στίχος 9, που φέρνει την απότομη μεταβολή της τύχης,
Μα ήρθε καιρός ο δίσεχτος, χρονιά καταραμένη…
ο στίχος 14, με την επιθυμία της κόρης που θα πραγματοποιηθεί αργότερα,
- Θέλω να πάω στη μάνα μου, καλέ, στα γονικά μου…
ο στίχος 18, που προδηλώνει την άφιξη στο σπίτι της.
… και πήγε κι αποκούμπησε στης μάνας της την πόρτα.
και η προσευχή της Ρήνης να μη την αναγνωρίσουν οι δούλες,
Στο δρόμον όπου πήγαινε, στα δάση που περνούσε,
παρακαλούσε το Θεό με πικραμένα χείλη.
- Θεέ, να βρω τις δούλες μου και να μη με γνωρίσουν!
Ο Θεός τήνε συνάκουσε κι η Δέσποινα του κόσμου
κι ηύρε τις δούλες του σπιτιού στη βρύση που λευκαίναν.
- Ώρα καλή σας, λυγερές, ώρα καλή, κοπέλες!
- Καλώς τη, την ξενούλα μας, τι θέλεις, τι γυρεύεις;
δ) Η τραγική ειρωνεία που, ως γνωστόν, εντοπίζεται όταν οι ήρωες του έργου αγνοούν βασικές πληροφορίες που γνωρίζουν σαφώς οι ακροατές - αναγνώστες. Η τραγική ειρωνεία εδώ διαπιστώνεται στην άγνοια των υπηρετριών και κυρίως της μάνας για την ταυτότητα της κόρης, παρόλο που πάντα περίμενε με λαχτάρα την επιστροφή της και παρά την έντονη διαίσθησή της ότι η «ξενούλα» είναι η ίδια η κόρη της.
ε) Η αναγνώριση, στοιχείο πολύ συχνό σε διάφορα ελληνικά λογοτεχνικά έργα όλων των εποχών. Στο τραγούδι της Κακότυχης Νύφης, η αναγνώριση συμβαίνει στο τέλος, με το μοιρολόι της κόρης, όπου εκθέτει τη χαμένη ευτυχία της, αλλά και με την καίρια ερώτηση της μάνας
- Δούλα, πούθε ο τόπος σου, πούθε τα γονικά σου;
που θα φέρει την αναμφισβήτητη εξακρίβωση της ταυτότητας της κόρης και την απερίγραπτη χαρά της μάνας.
Τα πρόσωπα και το ήθος τους
Πολλά πρόσωπα δεν υπάρχουν στο τραγούδι. Τα βασικά είναι η Ρήνη, η μητέρα της, ο άντρας της κι οι δούλες του πατρικού σπιτιού της. Ο πατέρας και τ’ αδέλφια της απλώς αναφέρονται στη συγκρότηση της μεγάλης προίκας και δεν παίζουν κανέναν άλλο ρόλο.
Γόνος πλουσιότατης οικογένειας, η τραγική ηρωίδα Ρήνη, χτυπημένη πικρά από την αλλαγή της τύχης της, περνά πολύ δύσκολα και μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, υφαίνει και πουλά τα υπέροχα υφαντά της για να εξασφαλίσει την επιβίωσή της. Κατά βάθος, φαίνεται πως δεν δέχεται τη νέα κατάσταση της ανέχειας κι αναπολεί συνεχώς τα πλούτη και την ευτυχία που βίωνε στο πατρικό της. Όταν, μάλιστα, φτάνουν οι γιορτινές μέρες της Λαμπρής, η κοπέλα θλίβεται βαθιά και νοσταλγεί σε τέτοιο βαθμό την οικογένειά της, που αποφασίζει να γυρίσει μόνη πίσω, στο πατρικό της.
Εκεί, στο σπίτι της, θεωρεί πως θα νιώσει πολύ ευχαριστημένη, ακόμη κι αν την προσλάβουν ως υπηρέτρια! Και μόνο αυτό, της αρκεί για να ζήσει ικανοποιημένη στο μέλλον. Η ντροπή κι η κατωτερότητα που νιώθει για την κατάντια της δεν την αφήνουν να σκεφτεί την αποκατάσταση στη μοναδική θέση που είχε πρωτύτερα στην οικογένεια, ως χαϊδεμένη ακριβοθυγατέρα.
Την ενδιαφέρει πάνω απ’ όλα να βρίσκεται και πάλι κοντά στους δικούς της κι ας είναι και δούλα. Δεν την νοιάζει αν θα εργάζεται πολύ ή σκληρά ή αν θα έχει την παλιά προνομιακή της θέση, χωμένη στα πλούτη. Υπεράνω όλων, προέχει γι’ αυτήν η αγάπη και το ενδιαφέρον των δικών της και προπαντός η μητρική στοργή.
Ο χαρακτήρας της Ρήνης, λοιπόν, παρουσιάζεται σπουδαίος κι ασυνήθιστος για την εποχή του. Βυθισμένο στη δυστυχία, το θύμα αυτό των περιστάσεων δεν το βάζει κάτω και παραμερίζοντας κάθε αρνητικό συναίσθημα, τολμά να γυρίσει χωρίς ενδοιασμούς στην οικογενειακή εστία, επειδή ξέρει πως εκεί θα βρει την αγάπη. Είναι βέβαιη πως μέσω αυτής της μεγάλης αγάπης οι δυστυχείς καταστάσεις θα χαθούν.
Η μητέρα της Ρήνης φυσικά και πολύ δικαιολογημένα υπεραγαπά το μονάκριβο κορίτσι της. Ο ρόλος της δεν είναι άλλος απ’ αυτόν που έχουν διαχρονικά όλες οι μητέρες του κόσμου προς τα παιδιά τους. Η μεγάλη αγάπη της δηλώνεται εξ αρχής με τα πλουσιότατα, πολυτελέστατα και μοναδικά δώρα, που της δίνει κρυφά ή φανερά (αμέτρητα προικιά, τάσι με μαργαριτάρια, χρυσό θρονί, χρυσό μήλο, χρυσό υποζύγιο).
Παρόλο που η κόρη ξενιτεύτηκε και για χρόνια δεν έδωσε σημεία ζωής, η μάνα, εκφράζοντας την απέραντη λαχτάρα και την αμείωτη ελπίδα της για το γυρισμό της κόρης, διατήρησε τον αργαλειό με το ημιτελές υφαντό ως ένδειξη ελπίδας, απαντοχής και διαρκούς προσμονής του παιδιού της. Το αμέριστο ενδιαφέρον κι η αγάπη για το κορίτσι της φαίνονται επίσης από όσα διαδραματίζονται μετά την εμφάνιση της Ρήνης στη βρύση. Τα λόγια κι οι πράξεις της μάνας δεν αφήνουν αμφιβολία πως πάντα περίμενε την επιστροφή της ξενιτεμένης κόρης. Η αγωνία της κορυφώνεται, όταν η «ξενούλα» δηλώνει πως «ξέρει και φαίνει στο βλατί και φαίνει στο βελούδο». Η διαίσθηση της μάνας λέει πως τούτη πρέπει να είναι η Ρήνη της, γιατί μονάχα εκείνη ήξερε αυτή την επίμοχθη και απαιτητική υφαντική εργασία. Δεν αρνείται να δώσει δουλειά στην άγνωστη κοπέλα –πράγμα που έκαναν οι δούλες– αλλά με το πολύ έξυπνο κόλπο της δοκιμής βαδίζει προς την ασφαλή αναγνώριση. Η επιτυχής εργασία αναμφίβολα θα έπειθε τη μάνα για την ταυτότητα της κόρης. Αν όμως η ξένη δεν ήξερε ν’ αποτελειώσει το πολυτελές υφαντό, αποκλείεται να ήταν το παιδί της. Καθοριστικός εδώ ο ρόλος της δοκιμής για την εξέλιξη της υπόθεσης.
Πριν όμως συμβεί αυτό και η ξένη «ξυφάνει το χρυσό που ‘ναι μισοφτιαγμένο», το συγκινητικό τραγούδι – μοιρολόι της, πολύ εύγλωττο κι αποκαλυπτικό στο περιεχόμενό του, οδηγεί τη μάνα ένα βήμα πριν από την οριστική αναγνώριση. Η μάνα είναι πλέον βέβαιη για την ταυτότητα της «ξενούλας», αλλά ζητά μια ακόμη απόδειξη με την πασίγνωστη γενική ερώτηση «Ποιανού είσαι συ;», που αποκαλύπτει πέρα ως πέρα, με αστυνομική ακρίβεια, την ταυτότητα της Ρήνης.
Κι η μάνα της κατέβηκε και την εφταγκαλιάζει…
Κλασικός ο χαρακτήρας της μάνας, άκρως συναισθηματικός, γεμάτος απέραντη στοργή κι αστείρευτη αγάπη για τα παιδιά της, χωρίς όρια, υστεροβουλίες κι υποχωρήσεις. Κι αυτή η άδολη μητρική αγάπη είναι διάχυτη από την αρχή μέχρι το τέλος του τραγουδιού.
Ο σύζυγος της Ρήνης έχει δευτερεύοντα ρόλο και παρουσιάζεται αποσπασματικά σε λίγους μόνο στίχους (11-16). Συμμερίζεται την καινούργια πολύ δύσκολη κατάσταση, στην οποία περιέπεσε το νέο ζευγάρι και αναλαμβάνει μια ιδιαίτερα επίπονη εργασία γι’ αυτόν, που ήταν ένας καλομαθημένος και πλούσιος νεαρός. Γίνεται βοηθός βοσκού και ζει πλέον στο μαντρί μαζί με το κοπάδι του, κάνοντας την πολύ σκληρή δουλειά του τσομπάνη, για να επιβιώσει μαζί με τη νεαρή του σύζυγο. Αν και δεν φταίει για την πτώχευση και την εξαθλίωσή τους, αισθάνεται μεγάλη ντροπή, φόβο και ψυχική κατάπτωση. Γι’ αυτό δεν συναινεί να επιστρέψει τη Ρήνη στους δικούς της, αναλαμβάνει όμως πλήρως τις ευθύνες του και μέσα σ’ ένα μόνο στίχο της τα είπε όλα:
- Αρχόντισσα σ’ έφερα ‘δώ, φτωχιά πώς να σε πάω;
Θύμα κι αυτός των ατυχών συγκυριών που ταλανίζουν το ζευγάρι, διστάζει και δεν τολμά να δράσει με αποφασιστικότητα και ρεαλισμό, όπως ίσως θα του ταίριαζε, αλλά αφήνει την πρωτοβουλία της επιστροφής στη Ρήνη. Γενικώς η συμπεριφορά του δεν θυμίζει καθόλου τους συνήθεις ανδρικούς χαρακτήρες που συναντάμε στα δημοτικά μας τραγούδια.
Οι δούλες έχουν επίσης δευτερεύοντα ρόλο. Αυτές οι υπηρέτριες με τα φιλεύσπλαχνα αισθήματα είναι φιλόξενες και ευγενικές. Λυπούνται την «ξενούλα», της προσφέρουν νερό και προσπαθούν να την βοηθήσουν. Οι απλές λαϊκές γυναίκες, με τον πλούσιο συναισθηματικό τους κόσμο, δεν παίρνουν πρωτοβουλίες. Είναι πολύ υπάκουες στην κυρά τους –τη μάνα της Ρήνης– και με τη γενική στάση τους προωθούν τη λύση, επισπεύδοντας την τελική αναγνώριση.
Γενικό συμπέρασμα
Όπως τα περισσότερα δημοτικά τραγούδια που ανήκουν στην κατηγορία των παραλογών, έτσι και το τραγούδι της Νύφης που κακοτύχησε έχει διδακτικό χαρακτήρα. Πέραν της τέρψης, της ψυχαγωγίας, του ενδιαφέροντος και της ικανοποίησης που μπορεί να προκαλέσει στον ακροατή – αναγνώστη με την καλλιτεχνική έκφραση και τα διάφορα σπουδαία στοιχεία που το χαρακτηρίζουν, το τραγούδι μάς βάζει σε βαθύτερες σκέψεις για το αβέβαιο της ζωής, για τις σοβαρές μεταπτώσεις του βίου, για την ανατροπή όσων θεωρούμε σταθερά και ασφαλή, για την αστάθεια της μοίρας και της τύχης μας, για τα τυχαία συμβάντα που μεταβάλλουν δραστικά την καθημερινότητά μας, για την απρόσμενη αλλαγή των καταστάσεων, με όλα τα οδυνηρά επακόλουθά τους. Τίποτε δεν πρέπει να θεωρούμε δεδομένο, αφού τίποτε δεν είναι σταθερό στη ζήση μας, που γυρίζει σαν τη ρόδα. Και όπως αναφέρεται πολύ χαρακτηριστικά στην αρχή του Ερωτόκριτου, η ζωή του ανθρώπου εξαρτάται πάντοτε από
Του κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
και του τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν,
και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,
μα στο καλό κι εις το κακό περιπατούν και τρέχουν…
Παραθέτω παρακάτω, για σύγκριση, μια από τις πληρέστερες παραλλαγές του τραγουδιού, που διδάσκεται στο μάθημα της Λογοτεχνίας, στην Α΄ Λυκείου (κατ’ επιλογήν του διδάσκοντος βέβαια). Έχει καταγραφεί για πρώτη φορά στο βιβλίο του Α. Μανούσου με τίτλο «Τραγούδια εθνικά», που τυπώθηκε στην Κέρκυρα το 1850 (σελ. 33-35). Έκτοτε το συναντάμε σε πολλές συλλογές δημοτικών τραγουδιών.
Της νύφης που κακοπάθησε
Ελένη προξενολογούν, Ελένη κάνουν νύφη.
Μήνες τση τάζουν τα προικιά και χρόνους τ’ αντιπροίκια.
Τση τάζει κι ο πατέρας της κάτεργ’14 αρματωμένα,
τση τάζουν και τ’ αδέρφια της καράβια φορτωμένα,
τση τάζει κι η μανούλα της κρυφά δέκα χιλιάδες,
χρυσό θρονί να κάθεται, χρυσό μήλο να παίζει.
Μα ‘ρτανε οι χρόνοι δίσεφτοι15 κι οι μήνες οργισμένοι
κι έφαε ο νιος τα πλούτη του κι η κόρη το προικιό της.
Η πεθερά ξενόπλενε κι η νύφη ξεναλέθει,
ο πεθερός ξενόσκαφτε κι ο νιος ξενοκλαδεύει.
Μία Κυριακή και μία Λαμπρή, μία πίσημον ημέρα
την πήρε το παράπονο κι η πίκρα τ’ς η μεγάλη:
- Θέλω να πάω στη μάνα μου, να πάω στα γονικά μου.
- Ελένη, πλούσια σ’ ήφερα, φτωχή πού να σε πάω,
που ντρέπομαι τ’ αδέρφια σου, φοβούμαι τους δικούς σου;
Κι εκείνη δεν τον άκουσε, μονάχη της κινάει
και πήρε το στρατί στρατί, τ’ ωριό το μονοπάτι.
Στην στράταν οπού πήαινε, τον Θιον επαρακάλει:
«Χριστέ, να βρω τσι δούλες μου στη βρύση να λευκαίνουν!»
Κι ο Θεός την εσυνάκουσε και η Κυρά του κόσμου
και εύρηκε τσι δούλες της στη βρύση που λευκαίναν.
- Καλώς την, την ξανθούλα μας, τι θέλεις, τι γυρεύεις;
- Να πιω δότε μου το νερό κι αμά16 σας κουβεντιάζω·
να πείτε της κυρούλας σας για δούλα να με πάρει.
- Εμείς κοπέλες έχομε, κοπέλες και κοπέλια·
κι εσένα τι σε θέλομε, σαν τι δουλειά να κάνεις;
Ε, να ντο πούμε τση κυράς, ανίσως και σε θέλει.
- Μωρές, ποιος έπιε στο σικλί;17 Εδώ χνότα μυρίζουν.
- Κυρά, μια ξένη έλαχε στη βρύσην αποκάτου
και μας επαρακάλεσε για δούλα να ντην πάρεις.
- Μωρές, δεν την ρωτούσατε, μην είναι η Ελένη;
- Κυρά, την ερωτήσαμε, μα δεν είναι η Ελένη,
δεν είναι η Ελένη σου, δεν είναι το παιδί σου.
- Σύρτε, ρωτήσατέ τηνε, το τ’ είναι η δουλειά της.
- Μας είπε η κυράτσα μας τι ξέρεις και δουλεύεις;
- Ξέρω και φαίνω στο βλαντί και φαίνω στο βελούδο.
- Σύρτε να τήνε βάλετε εις το βλαντί τ’ς Ελένης.
Επήγαν και τη βάλανε εις το βλαντί τ’ς Ελένης,
κι αρκίνησε και έφαινε κι έλεγε μοιρολόι:
- Γάγιο18 μου, χρυσογάγιο μου, πάλι χρυσό μου γάγιο,
βλαντί μου, όντες σ’ ανάσταινα,19 με προξενολογούσαν,
μήνες μοτάζαν τα προικιά και χρόνους τ’ αντιπροίκια.
Μου τάζει κι ο πατέρας μου κάτεργ’ αρματωμένα,
μου τάζει κι η μανούλα μου κρυφά δέκα χιλιάδες,
χρυσό θρονί να κάθομαι, χρυσό θρονί να παίζω.
Μα ‘ρταν οι χρόνοι δίσεφτοι κι οι μήνες οργισμένοι,
τρώγει άντρας μου τα πλούτη μου κι εγώ το μερτικό μου,
η πεθερά ξενόπλενε κι εγώ εξεναλέθου,
ο πεθερός ξενόσκαφτε κι ο νιος ξενοκλαδεύει.
Κι η μάνα επαραμόνευε οπίσω από την πόρτα.
Τρέχει ογλήγορα εκεί, γλυκά την αγκαλιάζει:
- Εσύ ‘σαι η Ελένη μου, εσύ ‘σαι το παιδί μου!
14 κάτεργα: καράβια βαριά και μεγάλα, συνήθως πολεμικά, με πολλά κουπιά.
15 δίσεφτοι: δίσεκτοι, δυσοίωνοι, καταραμένοι.
16 αμά: έπειτα, μετά.
17 σικλί (βυζ. λέξη, σίκλος, σίκλα < λατιν. situla): μικρός κουβάς, κάδος, μπουγέλο.
18 γάγιο (βυζ. λέξη): ενέχυρο, ανταμοιβή.
19 ανάσταινα: εδώ μτφ., ύφαινα, κατασκεύαζα.
Θοδωρής Κοντάρας
Νέα Ερυθραία, 26 Νοεμβρίου 2023