Βρίσκεστε στο: Κεντρική σελίδα Το έργο της Δισκογραφία Μουσική από την Ελλάδα: Δόμνα Σαμίου

Μουσική από την Ελλάδα: Δόμνα Σαμίου

Περιεχόμενα
Εμπλουτισμένη επανέκδοση του LP "Ξενιτεμένο μου πουλί" που κυκλοφόρησε στη Σουηδία το 1980 από την Caprice Records. Περιέχει 9 επιπλέον τραγούδια από τη δισκοθήκη και το αρχείο του Συλλόγου και αναλυτικά σχόλια για την ελληνική παραδοσιακή μουσική και τη Δόμνα Σαμίου.
Τραγούδια
-
1. Αντά ’μαν παλικάρι
-
2. Συγκαθιστός
-
3. Μάης
-
4. Καρσιλαμάς
-
5. Απ' τα κάγκελα θα πέσω
-
6. Τι 'θελα και σ' αγαπούσα
-
7. Χασαποσέρβικος
-
8. Τσάμικος
-
9. Ξενιτεμένο μου πουλί
-
10. Σόλο φλογέρα
-
11. Βασιλικός θα γίνω
-
12. Ας πα να δουν τα μάτια μου
-
13. Σαμαρίνα
-
14. Κουρσάρικος
-
15. Ο αντρειωμένος
-
16. Κοντυλιές
-
17. Σόλο βιολί
-
18. Καβοντορίτικος
-
19. Η αγάπη μου παντρεύεται
-
20. Καλέ, δε με λυπάσαι
-
21. Ο μισεμός είναι καημός
-
22. Τα μελιτζανιά
-
23. Η τράτα μας η κουρελού
-
24. Τέσσερα τσαι τέσσερα
-
25. Γιαρ γιαρ
- Παραγωγή: Caprice
- Έτος έκδοσης: 2018
- Τύπος: CD
- Χώρα παραγωγής: Σουηδία
- IBN: CAP 21835
Kείμενα
Ελληνική παραδοσιακή μουσική
Σε όλα τα Βαλκάνια, κυρίως όμως στην Ελλάδα, που δεν ισοπεδώθηκε από τον κομμουνιστικό κρατισμό, οι λεγάμενες «παραδοσιακές», δηλαδή προφορικά μεταδιδόμενες, προνεωτερικές, προεθνικές, προχριστιανικές, αντιλήψεις και πρακτικές αυτοοργάνωσης και θρησκευτικότητας, συνυπάρχοντας με τις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες, κράτησαν τη δύναμή τους μέχρι πρόσφατα - για να μην πούμε ότι σε πολλά ψυχο-κοινωνικά επίπεδα την κρατούν ακόμη, και όχι μόνο ως νοσταλγία. Το ίδιο και οι μουσικές που ανανεώνονταν αέναα, με άπειρες αλληλεπιδράσεις, φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας.
Το δημοτικό τραγούδι δεν αποτέλεσε ποτέ ένα είδος ακροαματικής μουσικής. Ήταν πάντα ένα μέσο που εξυπηρετούσε και συνόδευε ένα κοινωνικό ή πρακτικό γεγονός: την τέλεση κάποιου μαγικού-λατρευτικού εθίμου, τον αποχαιρετισμό ενός νεκρού, τη μυητική επιτέλεση ενός γάμου, το μεγάλωμα και την κοινωνικοποίηση των παιδιών, το συντονισμό και τη συνοδεία κάποιας εργασίας, την ενδυνάμωση της συνοχής της κοινότητας μέσω των τελετουργικών χορών, τη διδαχή των άγραφων κοινωνικών κανόνων και της σωστής συμπεριφοράς των μελών της ομάδας, τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης - όπως αυτή γινόταν αντιληπτή. Διαχωρισμός ανάμεσα στους τελεστές της μουσικής και κάποιο ακροατήριο - με τη σημερινή έννοια - δεν υπήρχε. Όλοι τραγουδούσαν, όλοι χόρευαν, όλοι άκουγαν, όλοι έκριναν, όλοι θυμούνταν. Τα περισσότερα τραγούδια ήσαν τοπικής εμβέλειας, συνθέσεις μόνο για φωνή ή κάποιο απλό, χειροποίητο όργανο (λύρα, φλογέρα, γκάιντα), ανιστορούσαν συγκεκριμένα πρόσωπα και γεγονότα, αναγνωρίσιμα από λίγους, ακατανόητα για τους πολλούς όσο τα τραγούδια απομακρύνονταν στο χρόνο και στο χώρο από τον τόπο γέννησής τους, χωρίς όμως αυτό να εμποδίζει κάποια απ’ το να γίνουν δημοφιλή και πανελλήνια.
Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι δημιουργοί των συνθέσεων της δημοτικής μουσικής είναι άγνωστοι. Στίχοι και σκοποί μαθαίνονταν και διαδίδονταν προφορικά. Κάθε νέα εκτέλεσή τους ήταν μια αναδημιουργία, τα συστατικά τους δοκιμάζονταν από στόμα σε στόμα και «έδεναν» σιγά-σιγά. Ταξίδευαν με τους πλανόδιους μουσικούς, τους μαστόρους, τους ναυτικούς, τις ξενοπαντρεμένες γυναίκες. Σε κάθε περιοχή προσαρμόζονταν στο νέο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, στα τοπικά μουσικά ιδιώματα που συγγένευαν συχνά με τη μουσική των γειτονικών, κάθε φορά, πληθυσμών. Έτσι, μπορούμε να συναντήσουμε το ίδιο τραγούδι σε διάφορους τόπους, με διαφορετική μελωδία, άλλο ρυθμό και γλωσσικό ιδίωμα, ακόμα και με άλλες στιχουργικές αναφορές.
Το εύρος και ο πλούτος των διαφορετικών ακουσμάτων, η ποικιλία και η ανομοιογένεια των κατά τόπους ιδιωμάτων της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, όπως έχει φτάσει ως εμάς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι αντιστρόφως ανάλογα με τη σχετικά μικρή γεωγραφική έκταση του χώρου στον οποίο, σήμερα τουλάχιστον, τα συναντάμε.
Το ενδιαφέρον και η αρχή της έρευνας για τη «δημοτική» μουσική υπήρξε απόρροια της αφύπνισης του εθνικού αισθήματος των λαών κατά το 19ο αιώνα. Κυρίως των μικρών λαών και χωρών, όπως η νεοσύστατη Ελλάδα. Και εδώ ζήτημα «εθνικότητας» για τη μουσική δεν είχε τεθεί μέχρι την ανάπτυξη του ρεύματος του φιλελληνισμού και την ίδρυση του εθνικού κράτους, οπότε και επιχειρήθηκε η σύνδεση του λαϊκού πολιτισμού -και κατ’ επέκταση του νεοελληνικού έθνους- με τον πολιτισμό των αρχαίων Ελλήνων, άρα και η φυλετική συνέχεια με εκείνους. Κι αυτό, αφενός μεν σε απάντηση θεωριών της εποχής που πρέσβευαν ότι οι Έλληνες που προέκυψαν από τη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήσαν απολύτως εκσλαβισμένοι, αλλά και για τη για τη διαμόρφωση ενιαίας εθνικής συνείδησης στο λαό. Όπως είναι φυσικό, τα ιδεολογικά αυτά κριτήρια ιστορικών και λαογράφων επηρέασαν τον τρόπο προσέγγισης και συλλογής των τραγουδιών. Τα μη ελληνόφωνα τραγούδια, ακόμα και των μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων (αλβανόφωνα, σλαβόφωνα, τουρκόφωνα), αποκλείστηκαν εξαρχής και ποτέ δεν εμφανίστηκαν σε οποιαδήποτε ανθολογία Ελληνικών Δημοτικών Τραγουδιών. Από την έναρξή του, λοιπόν, το επιστημονικό ενδιαφέρον και οι καταγραφές στη φτωχή, αλλά μουσικά εκπληκτικά πλούσια, βαλκάνια Ελλάδα επηρέασαν σοβαρά την ίδια τη μουσική παράδοση, που παρέμενε ακόμα ζωντανή. Το δημοτικό τραγούδι, μέσα από τη σχεδόν αποκλειστικά φιλολογική -και εν πολλοίς λογοκριμένη- προσέγγισή του, ως συνολικό πολιτισμικό φαινόμενο, ως δυναμική διαδικασία καλλιτεχνικής έκφρασης και ανθρώπινης επικοινωνίας, παρέμεινε ουσιαστικά άγνωστο, σε μια χώρα, μάλιστα, όπου ο προφορικός πολιτισμός υπήρξε ο ακρογωνιαίος λίθος της κοινωνικής πραγματικότητας
Την πιο δραματική ωστόσο μεταβολή στην ιστορία του δημοτικού τραγουδιού έφερε η εφεύρεση του φωνογράφου και η βιομηχανία του δίσκου, με εξαντλητικές καταγραφές στις αρχές του 20ού αιώνα στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, κατά τις δεκαετίες του '20 και του ’30 στις ΗΠΑ και λίγο αργότερα στην Ελλάδα.
Οι πρώτες αυτές ηχογραφήσεις -ιδιαίτερα οι δίσκοι της Αμερικής- διέσωσαν καταξιωμένες μελωδίες και τραγούδια από γνήσιους ερμηνευτές, αγρότες μετανάστες στην πλειοψηφία, που κουβαλούσαν αυθεντικά μουσικά βιώματα, όπως είχαν φτάσει σ' αυτούς μέσα από τους κανόνες της προφορικής μετάδοσης.
Ωστόσο οι αλλαγές που φέρνει η νέα τεχνολογία είναι τεράστιες. Τα συνήθως μακρόσυρτα τραγούδια, συχνά a cappella τραγουδισμένα, ενορχηστρώνονται υποχρεωτικά και περιορίζονται στις ολιγόλεπτες απαιτήσεις της δισκογραφίας. Η κλασική αντίληψη «το τραγούδι αφεντικό δεν έχει» ακυρώνεται. Ιδιοκτήτης του είναι πλέον ο επαγγελματίας μουσικός. Ο «ανώνυμος» τραγουδιστής γίνεται επώνυμος, συνδεδεμένος με εμπορικά συμφέροντα και πνευματικά δικαιώματα. Η διάδοση των γραμμοφώνων και αργότερα του ραδιοφώνου μετατρέπουν και τους πιο απομακρυσμένους από τα κέντρα εξουσίας φορείς της μουσικής σε ακροατές όλο και πιο παθητικούς. Η πρωτότυπη λαϊκή έμπνευση και δημιουργικότητα μεταβάλλεται σε μίμηση κι επανάληψη. Μια παράδοση, άγνωστη στην ουσία της και παραχαραγμένη, που κρατήθηκε αιώνες ζωντανή γιατί εμπεριείχε το στοιχείο της τολμηρής ανανέωσης και του αυτοσχεδιασμού, περιβάλλεται ένα μουσειακό και συντηρητικό μανδύα, που ελκύει τους μελετητές και τους στρατοκράτες, αλλά απωθεί τους νεο-αστούς που θέλουν να λησμονήσουν το χωριάτικο παρελθόν τους και κυρίως τους ανήσυχους εγγράμματους και πολιτικοποιημένους νέους.
Στην περίοδο που χρονικά συμπίπτει με τη μετά τη χούντα εποχή, κάποιοι επιστήμονες ή καλλιτέχνες δρομολογούν μια στροφή στην πρόσληψη και αντιμετώπιση της δημοτικής μουσικής και στην αποσύνδεσή της από την κενή γραφικότητα. Η πιο αποτελεσματική και λαοφιλής προσωπικότητα σ' αυτό το χώρο αναδείχτηκε η Δόμνα Σαμίου (η πλούσια δραστηριότητα της περιγράφεται στο βιογραφικό σημείωμα που ακολουθεί). Ήταν η πρώτη που δίδαξε τη διαφορά ανάμεσα στην υψηλή τέχνη της παράδοσης και το ευτελές φολκλόρ. Η επίδρασή της ήταν τεράστια και, όπως αποδείχτηκε, ιδιαίτερα στους νέους.
Σήμερα, ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός σπουδαγμένων νέων καλλιτεχνών, που εμπνέονται δημιουργικά από τη μουσική του λαού, δείχνει ότι η «παράδοση», αυτή η κακοποιημένη έννοια, δεν είναι κάτι το τελειωμένο αλλά μια ζωντανή δύναμη που διδάσκει και εμψυχώνει το παρόν, όπως το έκανε πάντα. Ξεφεύγοντας από το μουσειακό χαρακτήρα και τις ψευτο-αναβιώσεις, μπαίνοντας σε σχολεία και σε σχολές, σε μπαράκια και σε μουσικές σκηνές, η ελληνική λαϊκή μουσική παίρνει μια θέση που της αξίζει και συνεπαίρνει, με την κρυφή γοητεία της, ακόμα και τους δυτικοτραφείς εκπρόσωπους της νέας γενιάς.
Δόμνα Σαμίου
Στη μυθιστορηματική ζωή της Δόμνας Σαμίου αποτυπώνεται η νεοελληνική ιστορία του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Γεννημένη το 1928 στην παραγκούπολη της Καισαριανής, στην Αθήνα, από γονείς Μικρασιάτες πρόσφυγες από το χωριό Μπαϊντίρι της Σμύρνης, έζησε τα παιδικά της χρόνια μέσα στις απάνθρωπες, αλλά παράλληλα και πολύ ανθρώπινες και αλληλέγγυες, συνθήκες της προσφυγιάς και της φτώχειας κι εκεί απέκτησε τα λαϊκά ερείσματα της προσωπικότητάς της και καλλιέργησε την απλόχερη συμμετοχικότητά της. Στο περιβάλλον αυτό είχε τα πρώτα μουσικά της ακούσματα, απ' τα οποία και πήγασε η αγάπη της για την παραδοσιακή μουσική, σαν αυτή να ήταν η μόνη δυνατότητα διαμαρτυρίας και αντίστασης στη λησμονιά ενός κόσμου που χάθηκε, η μόνη εφικτή επανόρθωση της καταστροφής. Πιστή σ’ αυτή τη σχέση τιμής και χρέους, διακηρύσσει σταθερά σ' όλη τη ζωή της το σεβασμό στο παλιό, την προσήλωσή της στην αυθεντικότητα των ερμηνειών των ανώνυμων εκείνων δασκάλων που σμίλεψαν την ψυχή και την τέχνη της.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1941-1944), η οποία της κοστίζει το θάνατο του πατέρα της από πείνα και της εικοσάχρονης αδελφής της από τη φυματίωση, που θέριζε τα φτωχά λαϊκά στρώματα, η Δόμνα έχει την καλή τύχη, όχι απλά να επιζήσει, ξεφεύγοντας από την παράγκα του προσφυγομαχαλά, αλλά να φιλοξενηθεί -αν όχι να «υιοθετηθεί» κυριολεκτικά- από την εύπορη, καλλιεργημένη και φιλότεχνη, αριστοκρατική οικογένεια Ζάννου, που της προσφέρει εργασία, αστική κοινωνικοποίηση και άλλου τύπου γνώσεις. Κυρίως, όμως, εκτιμώντας την καλλιφωνία και τη ζέση της για το τραγούδι, την συστήνει στον Δάσκαλο της παραδοσιακής μουσικής Σίμωνα Καρά, ωθώντας την, ενστικτωδώς, στο μελλοντικό της δρόμο.
Έτσι, σε ηλικία 13 ετών, ανήλικη εργαζόμενη και μαθήτρια νυχτερινού γυμνασίου, έχει την πρώτη διδακτική πλέον εμπειρία με τη βυζαντινή και τη δημοτική μουσική στο Σύλλογο προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής και ως μέλος της χορωδίας του έρχεται σε επαφή με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, όπου και προσλαμβάνεται αργότερα, το 1954. Την εποχή εκείνη της μετεμφυλιακής εσωτερικής μετανάστευσης συρρέουν στην Αθήνα σημαντικοί λαϊκοί μουσικοί απ’ όλες τις περιοχές της Ελλάδας, τους οποίους το Τμήμα Εθνικής Μουσικής ηχογραφεί για τις εκπομπές του. Από τη θέση της αυτή, η Δόμνα θα εξοικειωθεί με τα ποικίλα τοπικά μουσικά ιδιώματα, ενώ παράλληλα κάνει τις πρώτες μουσικές επιμέλειες σε εκδόσεις δίσκων, θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικές ταινίες.
Ο Σίμων Καράς, εφαρμόζοντας την παραδοσιακή μέθοδο της αυστηρής σχέσης δασκάλου-μαθητή, διαμόρφωσε αποφασιστικά τις γνώσεις, τη φωνή και την τεχνική της, κυρίως όμως την έστρεψε προς την έρευνα και την ηθικο-πνευματική προσφορά της μετάδοσης, ωθώντας την στη μετέπειτα πολυδιάστατη καριέρα της. Το 1963 αρχίζει τα δικά της ταξίδια στην επαρχία, για επιτόπιες καταγραφές και συγκέντρωση μουσικού υλικού για το προσωπικό της αρχείο.
Επόμενος μεγάλος σταθμός και αλλαγή προσανατολισμού στη ζωή της Δόμνας, εν μέσω της στρατιωτικής δικτατορίας, ήταν η συνάντηση και συνεργασία με τον Διονύση Σαββόπουλο, ταλαντούχο και ρηξικέλευθο, νεαρό τότε, τραγουδοποιό, που εμπνευσμένα προσπαθούσε να υπερβεί τους συρμούς της εποχής, συνδυάζοντας ελληνικά στοιχεία με τη δυτική ροκ μουσική. Οι συντηρητικές, πατριδοκάπηλες εξουσίες της χώρας -πολιτικές, εκκλησιαστικές, στρατιωτικές, με αποκορύφωμα τη χούντα- χρησιμοποιούσαν με τον πιο διαστρεβλωτικό τρόπο τη δημοτική μουσική, κάνοντάς την απεχθή για κάθε πολέμιο του κιτς και ιδιαίτερα τη νεολαία. Η Δόμνα, με τις εμφανίσεις της το 1971 στα νεανικά «αντιστασιακά» στέκια Rodeo και Κύτταρο, εισηγήθηκε και θριαμβευτικά πέτυχε την αναίρεση αυτής της καπηλείας, προκαλώντας έκτοτε τη μεγάλη στροφή στη σχέση των νέων με την παραδοσιακή μουσική. Την ίδια ακριβώς εποχή, η συμμετοχή της στο English Bach Festival, στο Λονδίνο (1971 και 1973), οργανωμένο από τη Λίλα Λαλάντη, σηματοδοτεί την αρχή της λαμπρής καριέρας της ως ερμηνεύτριας σε μεγάλες συναυλίες, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, μέσα απ’ τις οποίες πρωτοφανερώνει την άγνωστη ελληνική παραδοσιακή μουσική σ’ όλο τον κόσμο, εκτοπίζοντας τη μονοκρατορία του μπουζουκιού.
Η κυρίαρχη πλέον ιδιότητά της ως τραγουδίστριας ήταν εκείνη που οδήγησε τη Δόμνα σε μια διαφορετική προσέγγιση της παραδοσιακής μουσικής. Με κριτήρια αυστηρά πάντα, ανακαλύπτει την καθαρά καλλιτεχνική διάσταση και αξία του δημοτικού τραγουδιού, χωρίς όμως να υποτιμά τις κλίσεις της προσωπικής της μουσικής ιδιοσυγκρασίας. Στα άγνωστα τραγούδια που αναζητά και ανακαλύπτει τη σαγηνεύουν οι πιο παλιοί «δρόμοι», οι πιο σπάνιες κλίμακες, οι πιο αργές και δύσκολες μελωδίες, που την προκαλούν, γιατί της δίνουν την ευκαιρία να προβάλει τη φωνητική της ταυτότητα, να τελειοποιήσει την τεχνική της, να αναδείξει τη δεξιοτεχνία της, να παίξει με τα σπάνια μικροδιαστήματα της φωνής της. Στη φάση αυτή της καριέρας της, συγκεντρώνει τριγύρω της τους καλύτερους τραγουδιστές και οργανοπαίκτες της Ελλάδας, έμπειρους και πρωτοεμφανιζόμενους, καθώς και ανήσυχους ερευνητές της μουσικής εθνογραφίας. Όλοι την αναγνωρίζουν ως μια απ’ αυτούς και την εκτιμούν όχι μόνο για το σπουδαίο ταλέντο της, αλλά και για την αφοσίωσή της στην υπόθεση της παραδοσιακής μουσικής.
To 1981 ιδρύει τον Καλλιτεχνικό Σύλλογο Δημοτικής Μουσικής «Δόμνα Σαμίου», με σκοπό «τη διάσωση και προβολή της παραδοσιακής μουσικής και κυρίως την έκδοση δίσκων και τη διοργάνωση εκδηλώσεων με αυστηρές επιστημονικές και ποιοτικές προδιαγραφές, μακριά από τις απαιτήσεις των εμπορικών εταιρειών». Μέχρι το θάνατό της εκδίδονται 20 CD, dvd, lp. To 1994 αναλαμβάνει τη διδασκαλία του δημοτικού τραγουδιού στο Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων της Αθήνας. Τον Οκτώβριο του 1998 το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών οργανώνει μνημειώδη συναυλία-αφιέρωμα για τα 70 της χρόνια. Η Δόμνα Σαμίου, πέρα από την άμετρη αγάπη του κοινού, είδε το έργο της να αναγνωρίζεται και με πολλές διακρίσεις, με αποκορύφωμα την παρασημοφόρησή της από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, το 2005.
Περιστοιχισμένη από συνεργάτες και μαθητές, φίλους και υποστηρικτές, η Δόμνα συνέχισε μέχρι τέλους το εκδοτικό έργο της και επόπτευσε την οργάνωση του ανέκδοτου προσωπικού της αρχείου και την ανάρτησή του στο διαδίκτυο. Με τη φροντίδα παλιών και νέων συνεργατών, η ιστοσελίδα www.domnasamiou.gr διαρκώς εμπλουτίζεται και η ποιοτική εκδοτική δραστηριότητα συνεχίζεται, πάντα υπό την εποπτεία του Συλλόγου, με τον οποίο η εταιρεία μας συνεργάστηκε δημιουργικά και για την παρούσα έκδοση.
(Στο πλαίσιο των εμφανίσεων της Δόμνας Σαμίου στο διεθνή χώρο εντάσσεται και η πρώτη περιοδεία της στη Σουηδία, το 1979, με σειρά συναυλιών και χορευτικών παραστάσεων από τον Όμιλο Ελληνικών Λαϊκών Χορών «Ελένη Τσαούλη», καθώς και η ηχογράφηση του lp Ξενητεμένο μου πουλί, το οποίο εκδόθηκε στη Στοκχόλμη το 1980. Δεκαέξι από τα κομμάτια του νέου άλμπουμ προέρχονται από την πρώτη εκείνη έκδοση.
Μιράντα Τερζοπούλου
Η Μιράντα Τερζοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Γνώρισε καλά πολλές περιοχές της Ελλάδας, ταξιδεύοντας, ερευνώντας και καταγράφοντας. Έχει μελετήσει πολλές εκδηλώσεις και μορφές του λαϊκού πολιτισμού και ιδιαίτερα της παραδοσιακής μουσικής και των λαϊκών τελετουργιών, δουλεύοντας με διάφορες εθνοτικές, γλωσσικές, θρησκευτικές ομάδες και μειονότητες, εντός και εκτός Ελλάδας. Ηχογραφεί και βιντεοσκοπεί ό,τι είναι απαραίτητο για την έρευνά της, έχοντας συγκροτήσει ένα σημαντικό αρχείο σπάνιου οπτικοακουστικού υλικού.
Σε συνεργασία με τους υπευθύνους της Caprice, επιμελήθηκε εξαρχής την επανέκδοση των ηχογραφήσεων του 1979, που είχαν εκδοθεί ως LP, με τίτλο Ξενητεμένο μου πουλί, το 1980. Εμπλούτισε το cd με νέα κομμάτια από το αρχείο του Συλλόγου, αναζήτησε νέο φωτογραφικό υλικό, έγραψε τα σχόλια όλων των κομματιών, καθώς και τα εισαγωγικά κείμενα, δημιουργώντας μετά από σαράντα περίπου χρόνια μια προσαρμοσμένη στις νέες απαιτήσεις παρουσίαση.
Συντελεστές
Συντελεστές παραγωγής
- Δόμνα Σαμίου (Έρευνα, Επιλογή, Μουσική επιμέλεια)
Συντελεστές ήχου
- Torbjörn Ivarsson (Επεξεργασία ήχου)
Συντελεστές εντύπου
- Μιράντα Τερζοπούλου (Κείμενα),
- Μιχάλης Ελευθερίου (Αγγλική μετάφραση),
- Ροζαλί Σινοπούλου (Επιμέλεια κειμένων),
- Jonas André (Καλλιτεχνική επιμέλεια εντύπων),
- Sofia Berry (Καλλιτεχνική επιμέλεια εντύπων)
Τραγούδι
- Δόμνα Σαμίου (Ας πα να δουν τα μάτια μου, Βασιλικός θα γίνω, Τι 'θελα και σ' αγαπούσα, Αντά ’μαν παλικάρι, Απ' τα κάγκελα θα πέσω, Σαμαρίνα, Η τράτα μας η κουρελού, Ξενιτεμένο μου πουλί, Καλέ, δε με λυπάσαι, Η αγάπη μου παντρεύεται, Τέσσερα τσαι τέσσερα),
- Απόστολος Κυριακάκης (Ο αντρειωμένος, Κοντυλιές),
- Νίκος Οικονομίδης (Ο μισεμός είναι καημός)
Χορωδία
- Όμιλος Ελληνικών Λαϊκών Χορών «Ελένη Τσαούλη» (Βασιλικός θα γίνω, Αντά ’μαν παλικάρι, Η τράτα μας η κουρελού, Μάης)
Κλαρίνο
- Πέτρος Αθανασόπουλος-Καλύβας (Ας πα να δουν τα μάτια μου, Βασιλικός θα γίνω, Τι 'θελα και σ' αγαπούσα, Χασαποσέρβικος, Σαμαρίνα, Ξενιτεμένο μου πουλί),
- Νίκος Φιλιππίδης (Συγκαθιστός)
Φλογέρα
Πίπιζα
Τσαμπούνα
Βιολί
- Στέφανος Βαρτάνης (Ας πα να δουν τα μάτια μου, Βασιλικός θα γίνω, Τι 'θελα και σ' αγαπούσα, Χασαποσέρβικος, Σόλο βιολί, Σαμαρίνα, Η τράτα μας η κουρελού, Ξενιτεμένο μου πουλί, Μάης, Καλέ, δε με λυπάσαι),
- Γιώργος Μαρινάκης (Συγκαθιστός, Καρσιλαμάς, Τα μελιτζανιά),
- Νίκος Οικονομίδης (Ο μισεμός είναι καημός, Καβοντορίτικος)
Λύρα Κρήτης
Λύρα Πόντου
Κανονάκι
Λάφτα
Σαντούρι
- Κωνσταντία Καπετανοπούλου (Τα μελιτζανιά),
- Αριστείδης Μόσχος (Η αγάπη μου παντρεύεται),
- Αγγελίνα Τκάτσεβα-Σταθοπούλου (Ο μισεμός είναι καημός)
Ούτι
- Πέτρος Αθανασόπουλος-Καλύβας (Η τράτα μας η κουρελού, Καλέ, δε με λυπάσαι),
- Κυριάκος Ταπάκης (Γιαρ γιαρ)
Λαούτο
- Πέτρος Αθανασόπουλος-Καλύβας (Ο αντρειωμένος, Κοντυλιές, Μάης),
- Χρήστος Αθανασόπουλος-Μορτάκης (Ας πα να δουν τα μάτια μου, Βασιλικός θα γίνω, Τι 'θελα και σ' αγαπούσα, Χασαποσέρβικος, Σαμαρίνα, Η τράτα μας η κουρελού, Ξενιτεμένο μου πουλί, Καλέ, δε με λυπάσαι),
- Κώστας Φιλιππίδης (Ο μισεμός είναι καημός, Καβοντορίτικος, Συγκαθιστός, Καρσιλαμάς, Τα μελιτζανιά)
Νταούλι
Τουμπί
Τουμπελέκι
- Γιώργος Γευγελής (Συγκαθιστός),
- Βαγγέλης Καρίπης (Κουρσάρικος),
- Μαθιός Μπαλαμπάνης (Η αγάπη μου παντρεύεται),
- Ανδρέας Παππάς (Καρσιλαμάς, Τι 'θελα και σ' αγαπούσα, Χασαποσέρβικος, Η τράτα μας η κουρελού, Μάης, Καλέ, δε με λυπάσαι)
Μπεϊντίρ
Ντέφι
Ζίλια
Κουτάλια
Πληροφορητής/τρια
- Γιώργος Καμπουργιαννίδης (Γιαρ γιαρ),
- Αμαλία Παπαστεφάνου (Ο μισεμός είναι καημός)