Βρίσκεστε στο: Κεντρική σελίδα Το έργο της Συναυλίες Με τον Ευγένιο Σπαθάρη σε παραστάσεις καραγκιόζη

Με τον Ευγένιο Σπαθάρη σε παραστάσεις καραγκιόζη

Πληροφορίες
- Περίοδος: 1978-1997
Στοκχόλμη 1978. Τις εκδηλώσεις του «Ελληνικού Πολιτιστικού Μήνα» άνοιξαν οι παραστάσεις καραγκιόζη με τον Ευγένιο Σπαθάρη στην Αίθουσα Συναυλιών του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Στοκχόλμης και με οικοδεσπότη και παρουσιαστή τον Ζαννή Ψάλτη. Οι παραστάσεις περιόδευσαν και στις ελληνικές παροικίας της Σουηδίας, από τις 15 έως τις 20 Οκτωβρίου 1978. Τη Δόμνα Σαμίου συνόδευε ο Πέτρος Αθανασόπουλος-Καλύβας.
Παραγωγή-Οργάνωση: Svenska Institutet
Θέατρο Αβέρωφ 1980. Στις «Διεθνείς Ημέρες Ανοιχτού Θεάτρου», μαζί με τον Ευγένιο Σπαθάρη παρουσιάστηκαν τα έργα «Περσεύς και Ανδρομέδα (αρχαϊκό - ηρωϊκό)», «Ο γάμος του μπαρμπα-Γιώργου (κωμωδία)», «Ο Αθανάσιος Διάκος και ο Καραγκιόζης καντηλανάφτης (ηρωϊκό)» και «Ο Καραγκιόζης προφήτης (κωμωδία)» στις 4 και 5 Αυγούστου.
Τη Δόμνα Σαμίου συνόδευαν οι μουσικοί: Πέτρος Αθανασόπουλος-Καλύβας, κλαρίνο και φλογέρα, ούτι, λαούτο Στέφανος Βαρτάνης, βιολί και Τζίμης Πανούσης, κιθάρα και τουμπελέκι.
Παραγωγή-Οργάνωση: Θεατρική Συντεχνία
Η χρήση λαϊκής ορχήστρας και ζωντανού τραγουδιού από τη Δόμνα Σαμίου, είναι πιστεύουμε, ο καλλίτερος τρόπος για να τονιστεί το δημιουργικό πάντρεμα της φαντασίας του λαϊκού καλλιτέχνη με τις γνήσιες μελωδίες και τους ήχους του ελληνικού χώρου, που συναντάμε μόνο στον καραγκιόζη (από το πρόγραμμα της παράστασης).
Άνω Καλαμάκι 1982. Στο «4ο Λαϊκό Πανηγύρι» που οργάνωσε ο Δήμος Αλίμου με κουκλοθέατρο, παραστάσεις καραγκιόζη, ταχυδακτυλουργούς και κλόουν αφιερωμένο στα παιδιά. Η Δόμνα Σαμίου τραγούδησε στις παραστάσεις του Ευγένιο Σπαθάρη.
Βερολίνο 1987. Μαζί με τον Ευγένιο Σπαθάρη σε δυο παραστάσεις καραγκιόζη, στις 9 και 10 Μαΐου στο πλαίσιο εορταστικών εκδηλώσεων για τα 750 χρόνια της πόλης του Βερολίνου. Τη Δόμνα Σαμίου συνόδευαν οι μουσικοί: Πέτρος Αθανασόπουλος-Καλύβας, κλαρίνο, Αλέκος Παύλου-Αραπάκης, βιολί, Νίκος Καρατάσος, σαντούρι, Κώστας Φιλιππίδης, λαούτο και Μιχάλης Κλαπάκης, τουμπελέκι.
Παραγωγή-Οργάνωση: Künstlerhaus Bethanien - Klaus Trappmann.
Μαρούσι 1997. Στον πεζόδρομο μπροστά του Μουσείο Τσαρούχη, στις 23 και 24 Σεπτεμβρίου, ο Ευγένιος Σπαθάρης έστησε τον μπερντέ και η Δόμνα Σαμίου τραγούδησε και σχολίασε τραγουδιστά τη δράση, όπως στις κλασικές παραστάσεις του θεάτρου σκιών. Τη συνόδευαν οι μουσικοί: Νίκος Φιλιππίδης, κλαρίνο, Γιώργος Μαρινάκης, βιολί, Κώστας Φιλιππίδης, λαούτο και Γιώργος Γευγελής, τουμπελέκι.
Παραγωγή-Οργάνωση: Ίδρυμα Γιάννη Tσαρούχη.
Όταν φωτήσει απόψε ο μπερντές
(από το πρόγραμμα της παράστασης στο Θέατρο Αβέρωφ, 1980)
Το πείραμα που αποτολμάται στις δύο αυτές παραστάσεις Καραγκιόζη μέσα στα πλαίσια των «Διεθνών Ημερών Ανοιχτού θεάτρου», έχει στόχο να προσπαθήσει ν’ αποδώσει, δίχως περίτολμους εκσυγχρονισμούς, ένα μέρος από την πρωτότυπη μορφή ων παραστάσεων του Θεάτρου Σκιών στην Ελλάδα, καταφεύγοντας σε παλιά, αυθεντικά σενάρια, και χρησιμοποιώντας ζωντανή, αυθεντική λαϊκή μουσική. Δεν ισχυριζόμαστε ότι έτσι παιζόταν παλιά ο Καραγκιόζης: η εποχή εκείνη με τους λαϊκούς σινεμάδες και τα καφενεία, το θορυβώδες ενήλικο ακροατήριο, τους καραγκιοζοπαίχτες και λαϊκούς μουσικούς που παίζανε κυριολεκτικά για ένα κομμάτι ψωμί και διακινδύνευαν και τη ζωή τους ακόμα με κάποιους θερμόαιμους θεατές, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Όμως αν για κάτι αξίζει ακόμα ο Καραγκιόζης, είναι για τον παλιό και όχι το σύγχρονο εαυτό του. Όλα καλά και άγια, και η τηλεόραση και οι διασκευές, και το μπόλιασμα του ζωντανού θεάτρου με τις μαγικές σκιές. Όμως που και που αξίζει τον κόπο να τρέχουμε πίσω (όσο ζουν και δημιουργούν ακόμα οι παλιοί καραγκιοζοπαίχτες και οι γνήσιες μορφές της λαϊκής μας μουσικής) και να ζωντανεύουμε ότι μπορούμε απ’ τον παλιό καλό Καραγκιόζη, έτσι, μόνο και μόνο για να μην ξεχνάμε, σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, που κείνται οι πηγές μας.
Τα τέσσερα έργα
Περσεύς και Ανδρομέδα: Έργο από τα παλιά του Καραγκιοζίστικου ρεπερτορίου, γραμμένο από τον Σπαθάρη. Το θέμα του είναι παραλλαγή του γνωστού θέματος της δρακοντοκτονίας (βλ. «Ο Μεγαλέξανδρος και το Καταραμένο Φίδι», «Τα Επτά Θηρία και ο Καραγκιόζης», «Ο Θησέας και ο Μινώταυρος» κ.ά.). Ομοιότητα έχει η ιστορία και με το μύθο του Αϊ-Γιώργη του Δρακοντοκτόνου. Βαθιά θεατρική μελέτη του θέματος αυτού έκανε η Θεατρική Συντεχνία το 1978, παρουσιάζοντας το έργο «Αλέκος με τα Κυδώνια», που βασίστηκε πάνω στο Θέατρο Σκιών και στο δρώμενο του Αϊ-Γιώργη. Η υπόθεση του έργου από το στόμα του ίδιου του Σπαθάρη: «Ο πατέρας της Ανδρομέδας και βασιλιάς του τόπου, φυλακίζει τον νεαρό Περσέα επειδή έτυχε ν’ αγαπάει την κόρη του. Ο βασιλιάς ήταν αναγκασμένος κάθε χρόνο να διοργανώνει κλήρωση όπου διαλεγόταν μια νέα κι ένας νέος για τροφή στο δράκο που κατοικούσε στον τόπο του. Αν δεν έστελνε τούς νέους, ο δράκος στερούσε όλο το νερό από τους ανθρώπους. Ο κλήρος αυτή τη φορά έπεσε στην κόρη του βασιλιά, Ανδρομέδα, κι εκείνος απελπισμένος βγάζει διαταγή ότι όποιος σκοτώσει το δράκο που απειλεί τον τόπο θα πάρει γυναίκα του την Ανδρομέδα. Ο Περσέας αποφυλακίζεται με σκοπό ή να εξοντώσει το δράκο και να παντρευτεί την Ανδρομέδα ή να πεθάνει κι εκείνος μαζί με την αγαπημένη του. Πράγματι ο Περσέας μετά από σκληρή μάχη με τον άγριο δράκο κατορθώνει να γλυτώσει την αγαπημένη του από τα δόντια του τέρατος και να την πάρει γυναίκα του.»
Ο γάμος του Μπάρμπα-Γιώργου: Έργο κι αυτό του Σπαθάρη, τουλάχιστον στην παραλλαγή αυτή, είναι γεμάτο από ερωτικές περιπέτειες, που δίνονται συγκαλυμμένα και σύμφωνα με τους ηθικούς κανόνες της εποχής. Κύριο αντικείμενο της σάτιρας, όπως φαίνεται, ήταν το ιλαροτραγικό πρόβλημα που δημιουργούσε στα νιόπαντρα ζευγάρια, το έθιμο να μη βλέπει ο γαμπρός το πρόσωπο της νύφης παρά μόνο μετά το γάμο. Έθιμο που μαρτυρεί, κατά τον Γιώργο Ιωάννου, την προέλευση του έργου από τον τούρκικο Καραγκιόζη.
Ο Αθανάσιος Διάκος και ο Καραγκιόζης καντηλανάφτης: Ένα από τα ωραιότερα και παλιότερα ηρωϊκά. Η υπόθεση είναι, στις γενικές γραμμές της, γνωστή. Αντί άλλου σχόλιου, παραθέτουμε αποσπάσματα από την εισαγωγή του Γιώργου Ιωάννου στον τρίτομο «Καραγκιόζη» (Ερμής, Αθήνα, 1973): «Λένε πως το Θέατρο των σκιών το έστρεψε προς το ηρωικό δράμα ο Μίμαρος. Από τότε άνοιξε μια μεγάλη φλέβα για τον ελληνικό καραγκιόζη, μα και μια πηγή ενθουσιασμού και εθνικού φρονιματισμού για το κοινό. Ο λαός δεν ξέρει -και ίσως ούτε θέλει να ξέρει- και πολλά πράγματα για την αρχαία ιστορία. Ξέρει λίγα πράγματα από το Βυζάντιο, που του τα μεταφέρει θολά η Εκκλησία, και ξέρει -ιδίως στις νότιες περιοχές- πολύ περισσότερα για το Εικοσιένα και την Τουρκοκρατία. Επάνω σ' αυτή την προϋπόθεση και τη λαχτάρα στηρίζεται το ηρωικό λαϊκό δράμα. Γιατί πώς να παρουσιάσεις ένα «ιστορικό» έργο σε κοινό που αγνοεί σχεδόν τα πάντα σχετικά με την εποχή. Η λαϊκή ψυχή ζει πολύ καλύτερα την ιστορική χρονική απόσταση από τους μορφωμένους, που ξεγελιούνται απ’ τις γνώσεις τους και τα δυνατά βιβλία και θαρρούν πως μακρινότατα πράγματα βρίσκονται κοντά τους... Εννοείται, βέβαια, ότι τα ιστορικά αυτά έργα δεν είναι κωμωδίες. Δεν στερούνται όμως κωμικού στοιχείου, εφόσον βρίσκεται πάντα τρόπος να προσκολληθεί στην υπόθεση ο Καραγκιόζης και, πολλές φορές και άλλα πρόσωπα του θιάσου του. Όσο για την ιστορική αλήθεια, ας μην επιμένουμε και πολύ. Ο καραγκιόζης διασώζει μόνο τις γενικές γραμμές των ιστορικών υποθέσεων. Αν λ.χ. ένας ήρωας είναι γνωστό ότι μαρτύρησε κατά έναν ορισμένο τρόπο, αυτό φυσικά, ο καραγκιόζης δεν μπορεί να το παραλλάξει ή να το αγνοήσει. Γιατί το ξέρει όλος ο κόσμος. Τα ηρωικά δράματα, όπως είπαμε, είναι πολλά. Τα πιο φημισμένα όμως είναι τα έξης: Ο Καπετάν Γκρής, ο Αθανάσιος Διάκος, ο ήρως του Καρπενησιού Μάρκος Μπότσαρης, ο ήρως Κατσαντώνης, ο Χριστιανομάχος, Θόδωρος Κολοκοτρώνης, ο ήρως του Μωριά κ.ά. Τα ηρωικά έργα έχουν μεγάλη έκταση. Τα έπαιζαν σε συνέχειες, συνήθως τρεις... Στο τέλος του έργου, και μετά από συγκινήσεις, ενθουσιασμούς, γέλια και δάκρυα, γινόταν η αποθέωση του ήρωα. Άγγελος Κυρίου έπαιρνε την ψυχή του στους ουρανούς. Η μουσική έπαιζε εθνικούς σκοπούς και το κόκκινο βεγγαλικό φώτιζε τη σκηνή. Κάποτε μάλιστα, σκοτώθηκε κι ένας καραγκιοζοπαίχτης, ο Λάλας, απ’ τα μπαρούτια και τα βεγγαλικά για την ηρωική παράσταση...»
Ο Καραγκιόζης προφήτης: Από τα κωμικότερα του Θεάτρου Σκιών, τούτο το έργο του Σπαθάρη βασίζεται σε μια εξωφρενική υπόθεση: Ο πασάς δίνει εντολή στον τελάλη να πει ότι, όποιος είχε δουλέψει στον συγχωρεμένο τον πατέρα του, να έρθει στο σαράι να πληρωθεί. Ο Καραγκιόζης με το Νιόνιο, αποφασίζουν να ξεγελάσουν τον πασά λέγοντας πως ο παλιός πασάς τους χρώσταγε μηνιάτικα. Ο νέος όμως πασάς ανακαλύπτει την απάτη και τους συλλαμβάνει με σκοπό να τους εκτελέσει... Η συνέχεια επί της οθόνης, όπως λένε στο σινεμά.
Η μουσική
Η σύγχυση που επικρατεί γύρω από τις εθνολογικές καταβολές τοϋ Καραγκιόζη, υπάρχει διάχυτη και στη μουσική του. Εδώ μπλέκονται, με θαυμαστήν όμως ενότητα, μοτίβα καθαρά ελληνικά, ανατολίτικα τελείως, δυτικά εξελληνισμένα. Δε νιώθει καθόλου άσχημα ο καραγκιοζοπαίχτης, αν π.χ. τραγουδήσει στην ίδια παράσταση μιαν επτανησιακή καντάδα, έναν τούρκικο αμανέ, ένα δημοτικό της Ρούμελης, μια κρητική μαντινάδα ή κι ένα ρεμπέτικο ακόμα. Το μωσαϊκό αυτό αντιστοιχεί απόλυτα στην πολυχρωμία των χαρακτήρων, αλλά και στη συμβίωση διαφορετικών τοπικών πολιτισμών μέσα στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, την ενοποίηση των οποίων γύρω από τον 19ο αιώνα αντανακλά με θαυμαστή πιστότητα ο Καραγκιόζης.
Η χρήση λαϊκής ορχήστρας και ζωντανού τραγουδιού από τη Δόμνα Σαμίου, είναι, πιστεύουμε, ο καλύτερος τρόπος για να τονιστεί το δημιουργικό πάντρεμα της φαντασίας του λαϊκού καλλιτέχνη με τις γνήσιες μελωδίες και τους ήχους του ελληνικού χώρου, που συναντάμε μόνο στον Καραγκιόζη.
Ορχήστρα: Πέτρος Καλύβας (Κλαρίνο, Φλογέρα, Ούτι, Λαούτο), Στέφανος Βαρτάνης (Βιολί), Τζίμης Πανούσης (Τουμπελέκι, Κιθάρα).
Εισαγωγή στον καραγκιόζη
(από το εισαγωγικό κείμενο του Γιώργου Ιωάννου στον τρίτομο «Καραγκόζη» των εκδόσεων Ερμής, 1973)
«...Ο καραγκιόζης, πάντως, δεν μπορούμε να πούμε πως είναι πραγματικά ολοζώντανος σήμερα. Μπορεί να εξακολουθεί να παίζεται, στην Αθήνα ιδίως, σε μάντρες και θέατρα, μπορεί να παρουσιάζεται ταχτικά ακόμα κι απ’ την τηλεόραση, αλλά αν καλοεξετάσεις το κοινό του -παιδιά και διανοούμενοι- τα νέα δημιουργήματά του και την απήχησή του γενικότερα, καταλαβαίνεις πως το πράγμα κρατιέται πια τεχνητά. Δεν αποκλείεται η τεχνητή αυτή συντήρηση να κρατήσει πολύ και πρέπει οπωσδήποτε να κρατήσει -κάτι είναι κι αυτό. Πρόκειται για σπουδαίο φροντιστήριο θεατρικής, καλλιτεχνικής και κοινωνικής αγωγής. Τώρα, το γιατί κατάπεσε έτσι πρόωρα, είναι μια άλλη ιστορία που προκαλεί μόνο τη λύπηση, όπως όταν ένας άνθρωπος αχρηστεύεται ή πεθαίνει στην ώριμη ηλικία του. «Πολλά είχε να δώσει ακόμα», λέμε όλοι μ’ ένα στόμα. « Αλλά...». Αυτό το «αλλά» προκειμένου για τον Καραγκιόζη ο καθένας μας το καταλαβαίνει. Πόσοι δηλαδή και ποιάς λογής δαίμονες εισόρμησαν μέσα στον παραδοσιακό πολιτισμό μας και τον κατασπάραξαν πριν την ώρα του...
Κι όμως ο καραγκιόζης έλεγε ο καημένος, με τον τρόπο του, πολλούς απ’ τους καημούς των πατεράδων μας, που δεν έπαψαν καθόλου να είναι και δικοί μας καημοί. Απ’ τη στιγμή που φωτίζονταν ο μπερντές του και πρόβαλε το σαράι του Πασά απ’ τη μια και η παράγκα του καραγκιόζη απ’ την άλλη, έμπαινε «επί τάπητος» ολόκληρο το σπαραχτικό θέμα της κοινωνικής αδικίας και ανισότητας, που δε νομίζω δα, να έχει σε τίποτα αλλάξει. Κι ακολουθούσε ύστερα, ανάμεσα σε ατελεύτητα αστεία και καλαμπούρια, το συστηματικό δείξιμο της ζωής του φτωχού, τα ανήκουστα καμώματα και κόλπα του πειναλέου μα κατά βάθος ασυμβίβαστου ανθρώπου, κι αντίθετα τα καμώματα του συμβιβασμένου φτωχού, που δεν κατόρθωνε παρ’ όλα τα ρεζιλίκια του ν’ αλλάξει και πολύ τη σκληρή του μοίρα. Κι έρχονταν, κατόπι, ο πλούσιος με την ήρεμη δεσποτική φωνή και τις καλές και δίκαιες σκέψεις, γιατί όταν γίνεις πλούσιος μπορείς να είσαι και δίκαιος και αγαθός και φιλάνθρωπος, όπως και οτιδήποτε άλλο. Όμως, λίγο πίσω απ’ τον μεγαλοπρεπή άρχοντα, παραφύλαγε με το ρόπαλο στο χέρι ο θησαυροφύλακάς του, που δήθεν διαφέντευε μόνο την ηθική και την τάξη της κοινωνίας. Με τη διαφορά ότι έδερνε, κατά προτίμηση, τον Καραγκιόζη και τους όμοιους του. Κι όχι, βέβαια, πως δέν φταίγανε, αλλά αυτά που έκαμναν ετούτοι, ήταν παρονυχίδες, μπροστά στα βαριά και ασυγχώρετα εγκλήματα των αφεντικών του. Κι έρχονταν, κατόπι, το αντίπαλο δέος, μια ρωμαλέα αλλά μέση κατάσταση, που έσπαζε, κάθε φορά, στο ξύλο την πατροπαράδοτη εκτελεστική εξουσία. Όμως κι εδώ τα πράγματα δεν ήταν απολύτως παστρικά. * Η νέα αυτή δύναμη ουδέποτε θέλησε ριζικές λύσεις -δεν της συνέφεραν. Αφήνω, πως ήθελε να διορθώσει από τα έξω τον Καραγκιόζη και τους όμοιους του, χωρίς να τους βοηθήσει ουσιαστικά. Πάντως, δίνονταν, είναι αλήθεια, ένα βαθιά ικανοποιητικό παράδειγμα αντίστασης στο κοινό, με το άγριο στραπατσάρισμα της τελείως διεφθαρμένης και μισθοφορικής εξουσίας...
...Ο καραγκιόζης είναι η θεατρική δημιουργία του λαϊκού μας πολιτισμού. Έχει όλα τα γνωρίσματα του κατά παράδοση δημιουργήματος, μόνο που δεν έχουν χαθεί στην ανωνυμία τα ονόματα πολλών εργατών του. Και μάλλον δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Αυτό, πάντως, δεν πρέπει να μας ξεγελάει. Ο καραγκιόζης είναι έργο ομαδικό, δουλεμένο από πάρα πολλούς ανθρώπους, από το λαό ολόκληρο. Και δεν αναφέρομαι μονάχα στα άφθονα λαογραφικά στοιχεία που είναι πολλαπλώς σφιχτοδεμένα μέσα στα έργα του, αναφέρομαι και στη θεατρική μορφή, καθώς και στη λειτουργία. Βέβαια, ήταν ορισμένοι οι άνθρωποι που μοχθούσαν πίσω απ’ το πανί και παρουσίαζαν στι κοινό τα καραγκιοζίστικα έργα, όμως αυτοί ήταν φορείς όλης της επεξεργασίας που γίνονταν διαρκώς απ’ το λαό είτε με το λόγο και το ανέκδοτο είτε με το παίξιμο και το καλαμπούρι. Γι’ αυτό και βλέπουμε να θεωρείται εντελώς φυσικό ο ένας καραγκιοζοπαίχτης να έπαναλαμβάνει τα θέματα ή τα μοτίβα του άλλου, χωρίς κανείς να εγείρει ζήτημα δημιουργίας ή επανάληψης. Έτσι εξηγείται και η τόση σύγχυση που υπάρχει για το ποιός ακριβώς πρωτοδημιούργησε το ένα ή το άλλο έργο, το μοτίβο ή τη φιγούρα. Βέβαια, ο κάθε καλλιτέχνης, καθώς τα ξεπερνούσε από μέσα του, άφηνε, ανάλογα με τις ικανότητές του, τα ίχνη της προσωπικότητάς του, πρόσθετε κάτι κι αυτός, όμως δεν ήταν και δεν ένιωθε παρά σαν όργανο της μεγάλης αυτής λαϊκής παραδοσιακής δημιουργίας, που ξεκίνησε ποιός ξέρει από ποιά αλλότρια ή ίσως και δικά μας πανάρχαια βάθη...
...Η συστηματική μελέτη του λαϊκού αυτού θεάτρου, καθώς και η συντήρησή του, είναι χρέος μας σοβαρό και επείγον. Πρώτα πρώτα είναι χρέος προς τον εαυτό μας που πάει, να καταποντιστεί από έλλειψη αυτογνωσίας, στο σνομπισμό και την ανοστιά. Πάρα πολλά χρειάζονται να γίνουν ακόμη. Και είμαστε εντελώς στην αρχή. Αλλά ποιός θα το κάμει και ποιός θα βοηθήσει; Ούτε από μακριά δε λογαριάζω, αυτούς που διαχειρίζονται επίσημα τα πνευματικά μας ζητήματα...»
Συνεργάτες
- Τραγούδι: Δόμνα Σαμίου
- Κλαρίνο: Πέτρος Αθανασόπουλος-Καλύβας, Νίκος Φιλιππίδης
- Βιολί: Στέφανος Βαρτάνης, Γιώργος Μαρινάκης, Αλέκος Παύλου-Αραπάκης
- Σαντούρι: Νίκος Καρατάσος
- Λαούτο: Κώστας Φιλιππίδης
- Τουμπελέκι: Γιώργος Γευγελής, Μιχάλης Κλαπάκης
Πολυμέσα
Εικόνες




Βερολίνο, 1987
Παραστάσεις Καραγκιόζη με τον Ευγένιο Σπαθάρη (πρόβα). Διακρίνονται οι Αλέκος Παύλου-Αραπάκης (αριστερά), Πέτρος Αθανασόπουλος-Καλύβας και Μιχάλης Κλαπάκης (δεξιά).
© Uwe Arens (Berlin)
Βερολίνο, 1987
Παραστάσεις Καραγκιόζη με τον Ευγένιο Σπαθάρη (πρόβα). Διακρίνονται (από αρστερά) οι: Αλέκος Παύλου-Αραπάκης, Πέτρος Αθανασόπουλος-Καλύβας, Νίκος Καρατάσος, Κώστας Φιλιππίδης και Μιχάλης Κλαπάκης.
© Uwe Arens (Berlin)
Θεάτρο Αβέρωφ, 1980
Παραστάσεις Καραγκιόζη με τον Ευγένιο Σπαθάρη. Διακρίνονται (από αριστερά): Στέφανος Βαρτάνης, Πέτρος Αθανασόπουλος-Καλύβας, Μαθιός Βεντούρης και Μαθιός Μπαλαμπάνης.
© Α. Σμαραγδής
Μαρούσι, 1997
Πρόγραμμα. Παραστάσεις Καραγκιόζη με τον Ευγένιο Σπαθάρη.

Βίντεο
Μαρούσι, 1997
Αναφορές ΜΜΕ

Ο ήχος του μπερντέ
