Βρίσκεστε στο: Κεντρική σελίδα Η ζωή της Μια ζωή σαν παραμύθι Η παράγκα με τα πισσόχαρτα
Η παράγκα με τα πισσόχαρτα
Κείμενο
Στην παράγκα γεννήθηκε η αδερφή μου, στην παράγκα γεννήθηκα κι εγώ, με μαμή βέβαια όπως κάνανε παλιά στη Μικρά Ασία -πού νοσοκομεία και μαιευτήρια βέβαια, δεν υπήρχανε, μαμές υπήρχανε και ξεγεννούσανε τις γυναίκες.

Απ’ ό,τι θυμάμαι, από μικρό μικρό παιδάκι εκεί στην Καισαριανή μέναμε σε παράγκα. Κι όχι μόνο εμείς, ένα μεγάλο μέρος των προσφύγων της Μικράς Ασίας που τους εγκαταστήσανε στην Καισαριανή, από ένα σημείο και κάτω μας είχανε κάνει παράγκες. Δηλαδή ένα δωμάτιο, μια παράγκα, είχανε δώσει στην κάθε οικογένεια, ανεξάρτητα από τον αριθμό των ατόμων της κάθε οικογένειας. Ομολογώ διαστάσεις δεν θυμάμαι, τέσσερα επί τέσσερα, τρία επί τέσσερα, δεν ξέρω, ήμουνα παιδάκι. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι ήτανε ένα δωμάτιο. Ήτανε οι παράγκες η μια πλάι στην άλλη και αν θυμούμαι καλά ήταν η δική μας, της θείας Ελενίτσας πλάι, μετά της κυρα-Βαγγελιώς, μετά της Μαρίας, μετά της κυρίας Αρχοντούλας και μετά της κυρίας Ολυμπίας, άρα ήτανε έξι οι παράγκες από τη μια πλευρά και έξι αντίστοιχα από την άλλη, την πίσω πλευρά. Μας χώριζε μια μεσοτοιχία από ξύλο, από τάβλες. Δηλαδή αν ροχάλιζε ο πίσω ή διαγώνια ο άλλος ο γείτονας, εμείς ακούγαμε το ροχαλητό και οτιδήποτε άλλους κρότους σίγουρα τους ακούγαμε.
Θυμάμαι, πίσω ακριβώς από μας έμενε μια οικογένεια, η μητέρα, η κόρη κι ο γιος, και φαίνεται η μάνα είχε ερωμένο ένα χωροφύλακα και υπήρχε ένα κουτσομπολιό εκεί γύρω. Η κόρη ήταν νέα κοπελίτσα, γύρω στα δακαέξι δεκαεφτά χρονών και τροφαντή. Και καταλαβαίνεις τώρα κοιμούντανε στο ίδιο δωμάτιο, η μάνα, ο ερωμένος και η κόρη. Ο γιος κάποια στιγμή έφυγε από το σπίτι. Κι εγώ παιδάκι άκουγα διάφορα κουτσομπολιά, χωρίς να καταλαβαίνω και πολύ πολύ.
Πλάι στην παράγκα ο πατέρας μου είχε κάνει μια κουζινίτσα από γκαζοτενεκέδες. Είχε ανοίξει γκαζοτενεκέδες και είχε φτιάξει απέξω μια κουζινούλα ώστε να μπορεί η μητέρα μου εκεί να μαγειρεύει, τρώγαμε εκεί σαν τραπεζαρία. Εκεί είχε μια σκάφη και κάθε Σάββατο μας έπλενε, μας έκανε μπουγάδα όλους, από τον πατέρα μου μέχρι την αδελφή μου και μένα. Είχε ένα βαρέλι μεγάλο μες στην κουζίνα όπου μάζευε βρόχινο νερό, γιατί με το βρόχινο νερό καθαρίζανε τα μαλλιά καλύτερα, ή και τα ρούχα που έπλενε ήταν καλύτερα.
Υπήρχε στη γειτονιά μας οικογένεια με οχτώ παιδιά και η γυναίκα λεγόταν Κωσταντία και τη φωνάζαμε Κωσταντία η λαδού, διότι το κουζινάκι που έφτιαξε ο άντρας της, το έκανε μπακάλικο και πουλούσε λάδι και τη φωνάζαμε Κωσταντία η λαδού, βγάζαν παρατσούκλια. Φαντάσου λοιπόν το χώρο! Σ' αυτό το δωμάτιο μέσα, οχτώ παιδιά και δύο οι γονείς δέκα και το κουζινάκι να κάνει χρήση μπακάλικου....
Σ’ αυτό το κουζινάκι θυμάμαι πολλές φορές είχαμε φιλοξενήσει, είχαμε κοιμίσει διάφορους γνωστούς και πατριώτες από τη Μικρά Ασία που δεν τολμούσαν να πάνε πιο πάνω που ήταν το σπίτι τους γιατί τους κυνηγούσανε, μπλόκα, και το ’να και τ’ άλλο. Για λόγους πολιτικούς καθαρά, ήτανε οι άνθρωποι κομμουνιστές. Κανονικά πήγαιναν στη δουλειά τους, πιο ψηλά από μας ήταν το σπίτι τους -και αυτονών παράγκα- αλλά μαθαίνανε στην Αθήνα, πριν γυρίσουν το απόγευμα να επιστρέψουν στο σπίτι, «μην πάτε απάνω γιατί έχει μπλόκο» και αυτοί μένανε πιο κάτω και πολλές φορές μένανε στο σπίτι μας. Και επειδή ήταν ακριβώς πίσω μας αυτός ο χωροφύλακας, ο πατέρας μου έτρεμε ο φουκαράς και θυμάμαι που μου έλεγε «Κακομοίρα μου, μην πας το πρωί που θα βγεις στη γειτονιά και πεις στα παιδιά ότι κοιμήθηκε ο θείος τάδε…».Θέλω να πω ότι όλα ακούγονταν και τα μάθαινε ο ένας από τον άλλον πολύ εύκολα με αυτή την κατασκευή των σπιτιών.
Αυτές οι παράγκες σχημάτιζαν τετράγωνο και υπήρχανε είσοδοι που έμπαινες μέσα στο τετράγωνο αλλά ήταν πολύ στενές, μόνο ποδήλατο μπορούσε να περάσει ή γαϊδουράκι και σούστα το πολύ πολύ, αλλά όχι αυτοκίνητο. Στη μέση λοιπόν αυτού του τετραγώνου, σε κάθε τετράγωνο, υπήρχαν τα κοινά καμπινέ. Ήταν κι αυτά χωρισμένα στη μέση, η μια μεριά ήταν των ανδρών, η άλλη των γυναικών. Βέβαια οι άνθρωποι αναγκαζόντουσαν μέσα στα σπίτια τους τη νύχτα να έχουνε κάποιο δοχείο και την άλλη μέρα το πρωί όλες οι γειτόνισες πηγαίνανε παρέλαση να αδειάσουνε όλα αυτά μέσα εκεί. Υπήρχε και ένας κοινός βόθρος που πήγαιναν μέσα όλα αυτά και το βυτίο εκκενώσεως βόθρων που ήταν του Δήμου αργούσε πολλές φορές να ’ρθει κι ο βόθρος γέμιζε και ξεχείλιζε και δυσοσμίες...
Νερό βεβαίως δεν είχαμε στις παράγκες. Υπήρχαν βρύσες κοινές, κοινοτικές, σε κάποιες γωνίες, όπου γύρω γύρω από τη σωλήνα ήτανε τσιμέντο. Θυμάμαι που πηγαίναμε να πάρουμε νερό. Η μητέρα μου δούλευε η καημένη για να βοηθήσει τον πατέρα μου και έλειπε όλη τη μέρα. Επειδή αυτό το νερό ερχόταν ορισμένες ώρες της ημέρας, ερχόταν, ας πούμε, δέκα με δώδεκα ή μία με τρεις, και έπρεπε όλοι, κυρίως οι γυναίκες να τρέξουν να γεμίσουνε τους τενεκέδες. Είχαμε γκαζοτενεκέδες και στη μέση από τη μια μεριά ως την άλλη ένα ξύλινο στρογγυλό χέρι, ή με κουβάδες. Επειδή έλειπε η μητέρα μου και η αδερφή μου μάθαινε μοδίστρα και δεν ήταν στο σπίτι, κουβαλούσα εγώ τις περισσότερες φορές το νερό για όλη την οικογένεια. Κάναμε ουρά λοιπόν και θυμάμαι την εξής εικόνα: από νωρίς πηγαίναν οι γυναίκες και βάζανε τους τενεκέδες τους στην ουρά, τον έναν πίσω από τον άλλον. Την ώρα λοιπόν που ερχόταν το νερό, πηγαίναμε εκεί και βεβαίως πολλές φορές πήγαινε η μία να κλέψει τη σειρά της άλλης και παίζονταν οι γκαζοτενεκέδες και χτύπαγε η μια και άνοιγε το κεφάλι της άλλης. Ήτανε μια Αρμένισσα που την είχαμε βγάλει «Το καμένο κρεμμύδι», γιατί ερχόταν με τον τενεκέ και προφασιζόταν και μας παρακαλούσε να την αφήσουμε να πάει να πάρει το νερό γιατί έχει αφήσει το κρεμμύδι στη φωτιά και θα καεί.
Μέχρι το ’40 και ’41 που έγινε η Κατοχή και έφυγα εγώ από το σπίτι, αλλά και μέχρι το ’44 που κάηκε όλη η γειτονιά μου, δεν θυμούμαι ποτέ να είπαν ότι βάλανε νερό μέσα στα σπίτια. Νομίζω ότι το ίδιο πράγμα θα ίσχυε και για τις άλλες γειτονιές που ήταν πάνω από μας, όπου τα λέγαμε εμείς «τα χτιστά». Διότι από ένα σημείο και μετά υπήρχανε πάλι προσφυγικά σπίτια αλλά ήτανε χτιστά με πλίνθους. Άλλα διόροφα και άλλα μονόροφα, που υπάρχουν ακόμα και σήμερα και τα οποία φοβάμαι ότι όπου νάναι θα τα γκρεμίσουνε για να χτίσουν πολυκατοικίες. Και τώρα πάω και τα επισκέπτομαι πολλές φορές και περνάω και συγκινούμαι ιδιαιτέρως. Και αυτά «τα χτιστά» που λέμε, το ίδιο σύστημα και αυτοί: πολύ μικρά δωμάτια, έξω από τα δωμάτια αυτά έχουν τα μικρά τα κουζινάκια που σκύβεις για να μπεις μέσα. Απορώ αυτοί οι άνθρωποι πώς χωρούνε μέσα εκεί. Φοβούμαι λοιπόν ότι και αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν τις ανέσεις.
Πιο πάνω από μας υπήρχε ένα ρέμα που έχει κλειστεί τώρα, εκεί ήταν «τα Αρμένικα». Είχε μια αρμένικη εκκλησία με τον Αρμένη τον παπά και μέσα στην εκκλησία είχαν οι Αρμένηδες το σχολείο τους. Και μεις βρωμόπαιδα, όταν περνούσαμε από κει πειράζαμε τα Αρμενόπουλα. Θυμάμαι τον Αρμένη τον παπά που ερχόταν σε μια οικογένεια που καθόταν κοντά μας και τους έκανε επίσκεψη. Μια εποχή, τώρα ούτε που θυμάμαι πότε, ομαδικά φύγανε οι Αρμεναίοι και πήγανε στη Ρωσία, αυτό άκουγα να λένε. Σ’ αυτή την περιοχή που ήτανε το ρέμα θυμάμαι ήταν ένα εργοστασιάκι που έφτιαχνε χαλιά και όταν περνούσα το ρέμα για να πάω στο σχολείο θυμάμαι ότι ήταν όλο κόκκινα, πράσινα, μπογιές χυμένες....
Πολυμέσα
Εικόνες





01 Η οικογένεια Σαμίου Πρωτομαγιά στην Καισαριανή, 1939
Δόμνα, εξαδέλφη Δέσποινα, Χρύσα, Μαρία και Γιάννης
© Αρχείο Δόμνας Σαμίου
02 Προσφυγική παράγκα Καισαριανής
φωτ. Έλλη Παπαδημητρίου
03 Καισαριανή, δεκαετία 1940
φωτ. Έλλη Παπαδημητρίου
04 Καισαριανή, δεκαετία 1950
φωτ. Έλλη Παπαδημητρίου
05. Καισαριανή, δεκαετία 1950
Δίπλα στο ρέμα της Καισαριανής
φωτ. από το βιβλίο του Σπύρου Τζόκα "Καισαριανή: Η φυσιογνωμία μιας πόλης", Αθήνα 1998