Βρίσκεστε στο: Κεντρική σελίδα Το έργο της Δημοσιεύματα και συνεντεύξεις Η Μάκρη και το Λιβίσι της Λυκίας
Η Μάκρη και το Λιβίσι της Λυκίας
Δέσποινα Μ. Δαμιανού, 2016
Κείμενο
Στην περιφέρεια της Λυκίας οι μεγαλύτερες πόλεις μέχρι το 1922 ήταν η Μάκρη (σημερινό Fethiye) και το Λιβίσι (ή Λιβίσσι ή Λειβίσσι ή Λεβίσσι, σημερινό Kayaköy).
Οι δύο οικισμοί συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους. Τη βυζαντινή περίοδο η Μάκρη αναφέρεται ως Μάκρη ή Μάκρα ή Τελμησσός. Για μικρό χρονικό διάστημα στον 6ο μ.Χ. αιώνα ονομάζεται Αναστασιούπολις προς τιμήν του Βυζαντινού αυτοκράτορα αλλά αμέσως μετά τον 6ο μ.Χ. αιώνα επικρατεί το όνομα Μάκρη, από το ομώνυμο νησί, απέναντι από την αρχαία Τελμησσό. Τα τελευταία βυζαντινά χρόνια αναφέρεται σε γραπτές πηγές το Λιβίσι ως εκκλησιαστικό κέντρο. Το 1644 αναφέρεται η «εξαρχία Λυβισίου και των πέριξ».
Η Μάκρη σε περίπου 36 ναυτικά μίλια απόσταση από τη Ρόδο, ήταν παραθαλάσσια πόλη χτισμένη στο μυχό του κόλπου του Γλαύκου, στη θέση της αρχαίας Τελμησσού. Βέβαιο είναι ότι οι δύο πόλεις κατοικούνταν από ελληνικό πληθυσμό και κατά την αρχαιότητα, μάλλον όχι συνεχόμενα, οπότε είχαν περιέλθει στην επικράτεια της Αθηναϊκής συμμαχίας και αργότερα περιλήφθηκαν στο κράτος του μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος ζήτησε τις συμβουλές του μάντη της Τελμησσού Αρίστανδρου. Στη Μάκρη σώζονται τμήματα παλαιού κάστρου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε και από τους Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου. Σώζεται επίσης ρωμαϊκό θέατρο, τάφοι στον τύπο των λυκιακών και σαρκοφάγοι. Η ευρύτερη περιοχή της Λυκίας είναι διάσπαρτη από αρχαίες πόλεις και μνημεία.
Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα η Μάκρη ήταν ένα λιμάνι με μικρή εμπορική κίνηση. Στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα παρατηρείται μια έντονη οικονομική ανάπτυξη, η οποία συνοδεύτηκε από δημόσια έργα, τόνωση του εμπορίου και ανάπτυξη της εκπαίδευσης, χάρη στις μεταρρυθμίσεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας (Τανζιμάτ), η οποία αναγνώρισε το δικαίωμα του Οθωμανού πολίτη σε όλους τους κατοίκους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ανεξαρτήτως θρησκεύματος και απάλλαξε τους χριστιανούς κατοίκους από μέρος της βαριάς φορολογίας.
Η Μάκρη είχε περίπου 5.300 κατοίκους, εκ των οποίων 3.000 Έλληνες χριστιανοί, 1.800 Μουσουλμάνοι, 400 Εβραίοι και λίγοι Κούρδοι κ.ά. Το Λιβίσι είχε 6.500 περίπου κατοίκους, όλους χριστιανούς. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της περιοχής έμεναν σε χωριστά χωριά. Χριστιανικοί πληθυσμοί ήταν επίσης εγκατεστημένοι μέχρι τα Μύρα, στην Αντίφελλο, Καλαμάκι, Φοίνικα, Κούμουτζα, Φουρνους σε μικρότερες συγκεντρώσεις.
Η περιοχή της Λυκίας ανήκε στο σαντζάκι της Σμύρνης ή Αϊβαλιού, και αποτελούσε καζά με πρωτεύουσα τη Μάκρη. Εδώ ήταν εγκατεστημένοι νησιώτες από τη Σύμη και τη Ρόδο, ενώ παλαιότερα, λόγω των πολεμικών αναταραχών στην ηπειρωτική Ελλάδα, στη Μάκρη εύρισκαν καταφύγιο άτομα από τη Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο και νησιά.
Η πόλη της Μάκρης πήρε νέα όψη μετά την πυρκαγιά του 1875. Δημιουργείται ρυμοτομικό σχέδιο, χτίζονται πέτρινα σπίτια εκ των οποίων, όσα είναι επί των κεντρικών δρόμων είναι διώροφα με μαγαζί και αποθήκες κάτω και κατοικία στον όροφο. Οι δρόμοι είναι στρωμένοι (καλντερίμι) και υπάρχει φωτισμός με φανοστάτες στους κεντρικούς δρόμους. Είχε οργανωμένη αγορά, η οποία εξυπηρετούσε και την ενδοχώρα και λιμάνι με αποθήκες και πανδοχεία.
Οι Χριστιανοί κάτοικοι ασχολούνταν με το εμπόριο. Διατηρούσαν μαγαζιά με υφάσματα και αποικιακά, φούρνους, κρεοπωλεία, ραφεία, καφενεία, φαρμακεία. Είναι επίσης κατασκευαστές παπουτσιών και τεχνίτες γανωτές, μαραγκοί κλπ. Ένα πολύ μικρότερο ποσοστό ασχολούνταν με τη γεωργία, καλλιεργούσαν σιτάρι, σουσάμι, λαχανικά. Σημαντική ήταν η εκμετάλλευση των μεταλλείων χρωμίου της περιοχής (19 ος αι.) από τον Μακρηνό Χατζη-Νικόλα Λουϊζίδη και τον Πάτερσον, στα οποία εργάζονταν πολλοί κάτοικοι της περιοχής. Την εποχή της ακμής της η Μάκρη είχε γαλλικό υποπροξενείο. Πολλοί από τους νέους, την περίοδο της ακμής, στρέφονται στα γράμματα και η Μάκρη από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. έχει χριστιανούς δικηγόρους, γιατρούς, φαρμακοποιούς και δασκάλους εκπαιδευμένους στην Αθήνα και στο εξωτερικό.
Από το λιμάνι εξάγονταν ξυλεία από τα δάση της Λυκίας, βελανίδια, σουσάμι, καπνός, ρεβίθια και δημητριακά. Η Μάκρη επικοινωνεί με τη Ρόδο, με την οποία αναπτύσσει μια έντονη εμπορική δραστηριότητα, και συνδέεται ατμοπλοϊκώς με τη Σμύρνη και την Αίγυπτο. Στη Μάκρη γίνεται η μετεπιβίβαση των ταξιδιωτών που κατευθύνονται στην Αίγυπτο. Την εποχή της ακμής της η Μάκρη είχε μία μεγάλη χριστιανική εκκλησία του Αγίου Νικολάου και δύο μικρότερες, δύο τζαμιά και συναγωγή.
Το Λιβίσι βρισκόταν σε απόσταση περίπου 7 χλμ νότια της Μάκρης. Θωρείται ότι είναι κτισμένο στη θέση της αρχαίας Καρμυλησσού. Οι πιθανότερες ερμηνείες συγκλίνουν στο ότι οι κάτοικοι του Λιβισιού προήλθαν από το νησί του Αϊ-Νικόλα νότια του Λιβισιού, οι οποίοι βρήκαν καταφύγιο από τις πειρατικές επιθέσεις στην απέναντι στεριά. Εκεί αργότερα εγκαταστάθηκαν οικογένειες από την Κύπρο και το Καστελόριζο, με το οποίο υπήρχε συνεχής επικοινωνία. Με τη Ρόδο, όπως και με τη Σμύρνη, τη Σύμη και το Καστελλόριζο, η Μάκρη και το Λιβίσι συνδέονται μέσω των εμπορικών σχέσεων, επιγαμιών και προσκυνηματικών επισκέψεων στα χριστιανικά μοναστήρια (πχ Πανορμίτης).
Το Λιβίσι είναι χτισμένο πάνω σε λόφο, που ανήκει στο όρος Κράγος,προστατευμένο από την πλευρά της θάλασσας. Ένα μέρος του Λιβισιού είναι χτισμένο μέσα σε παλαιότερο κάστρο, ίχνη του οποίου διακρίνονται ακόμη σε μερικά σημεία. Περιελάμβανε τρεις γειτονιές-ενορίες μεγαλύτερες (Επάνω , Κάτω και Μέση γειτονιά) και αρκετές μικρότερες. Στο Λιβίσι υπήρχαν δύο μεγάλες εκκλησίες ο Ταξιάρχης (αρχάγγελος Μιχαήλ) πιο ψηλά, κοντά στην κεντρική πλατεία του Στούμπου, και η Κάτω Παναγιά, αφιερωμένη στα Εισόδεια της Παναγίας. Πολλά μικρότερα εκκλησάκια σώζονται ακόμη ανάμεσα στα σπίτια του οικισμού, στον Κάμπο αλλά και αρκετά έξω από τα στενά οικιστικά όρια, ενώ άλλα είχαν καταστραφεί.
Στον Κάμπο του Λιβισιού καλλιεργούνταν οπωροφόρα, αμπέλια και λαχανικά. Το Λιβίσι είχε ένα περιορισμένο αριθμό μαγαζιών σε σχέση με τη Μάκρη του τέλους του 19ου και αρχών του 20ου αι, οπότε η Μάκρη παίρνει τη σκυτάλη της ανάπτυξης, ωστόσο γύρω από το κεντρικό σημείο αναφοράς της πόλης του Λιβισιού υπάρχουν καφενεία, ραφεία, κρεοπωλεία, φούρνοι και φαρμακείο.
Υπάρχουν και μικρότερες «πλατείες» με μαγαζιά. Οι κεντρικοί του δρόμοι είναι στρωμένοι με πέτρα από τους ίδιους τους κατοίκους, ενώ οι δύο επιβλητικές εκκλησίες και τα ερείπια των κτηρίων του οικισμού δίνουν μέχρι σήμερα την εντύπωση ενός ευημερούντος χωριού.
Οι Λιβισιανοί ήταν κυρίως μετακινούμενοι τεχνίτες (γανωτές, μαραγκοί, χτίστες, παπουτσήδες), οι οποίοι λείπουν στην ενδοχώρα για μεγάλα ή μικρότερα χρονικά διαστήματα, από το Πάσχα μέχρι τις γιορτές των Χριστουγέννων, και επιστρέφουν στο Λιβίσι με ένα κεφάλαιο που έχει προκύψει από την εργασία τους κάτω από σκληρές συνθήκες διαβίωσης. Συνήθως επιστρέφοντας σπίτι φέρνουν προμήθειες σε είδος (τυριά, βούτυρα κλπ) φορτωμένες σε ζώο, εξ ου και η παροιμιώδης φράση των Λιβισιανών
Ε, Παναγιά μου, να φανεί γάραδου (γάιδαρου) κιφαλάκιν
να ‘νιν του γουμαράκιν του αλεύριν κι τυράκιν.
Με τα κεφάλαια προικίζουν κόρες και αδελφές, χτίζουν κατοικίες ή ανοίγουν μαγαζιά και αποκτούν μια μόνιμη επαγγελματική στέγη. Οι γυναίκες γίνονται δυναμικές, εφόσον πρέπει να φροντίσουν την οικογένεια, στη διάρκεια της απουσίας του «αφέντη» του σπιτιού. Εκτός από τις οικιακές εργασίες, καλλιεργούν μικρό κήπο, ράβουν, κεντούν (τα περίφημα εργόχειρα με τη βελόνα), βάζουν μεταξοσκώληκες και κάποιες κάνουν και μικροεμπόριο υφασμάτων στα γειτονικά τούρκικα χωριά.
Την εποχή της ακμής των δύο πόλεων βελτιώνεται και η εκπαίδευση. Εκείνος που θέτει τα θεμέλια μιας πιο οργανωμένης εκπαίδευσης γύρω στο 1848 είναι ο Μιχαήλ Μουσαίος «το φως του Λιβισιού και της Μάκρης», όπως τον αποκαλούσαν με ευγνωμοσύνη οι πατριώτες του. Η Μάκρη, όπως και το Λιβίσι, είχαν Αρρεναγωγείο, Παρθεναγωγείο και Αναγνωστήριο, στα πρότυπα λειτουργίας της εκπαίδευσης των χριστιανικών κοινοτήτων της Μικράς Ασίας. Στη Μάκρη το Αρρεναγωγείο δίνει τη θέση του αργότερα στην Αστική Σχολή, ενώ στο Λιβίσι ήδη από τον 19ο αιώνα λειτουργεί Νηπιαγωγείο για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας. Οι εκπαιδευτικοί σπουδάζουν στο Αρσάκειο της Αθήνας και στο Ιεροσπουδαστήριο της Σάμου με την υποστήριξη του Συλλόγου «Ανατολή» και τη γενναιόδωρη παροχή υποτροφιών από τον Χατζη-Νικόλα Λουϊζίδη και τη σύζυγό του Καλλιόπη. Το ζεύγος Χατζη-Νικόλα Λουϊζίδη υπήρξαν οι σημαντικότεροι ευεργέτες του Λιβισιού και της Μάκρης, στων οποίων την οικονομική βοήθεια οφείλεται η ανοικοδόμηση των σχολείων των δύο χωριών.
Η Μάκρη και το Λιβίσι αποτελούσαν διαφορετικές κοινότητες καθεμία από τις οποίες διοικούνταν από εξαμελή Εφοροδημογεροντία, τις οποίες αναδιοργάνωσε αποτελεσματικά ο γιατρός Βασίλειος Σαράφης. Η Εφοροδημογεροντία φρόντιζε για τις θρησκευτικού και κοινωνικού χαρακτήρα υποθέσεις των Χριστιανών (γάμοι, βαπτίσεις, σύνταξη προικοσυμφώνων κλπ.) και την εκπαίδευση σε συνεννόηση με την εκκλησιαστική αρχή. Χάρη στη συνετή διοίκηση, κατά το πλείστον, των Εφοροδημογεροντιών κτίστηκαν και συντηρούνταν οι εκκλησίες, αναπτύχθηκε η εκπαίδευση και επιλύονταν ομαλά οι διαφορές μεταξύ του χριστιανικού πληθυσμού. Οι δύο μεγάλες εκκλησίες του Λιβισιού και ο Άγιος Νικόλαος της Μάκρης οικοδομήθηκαν με τη συνδρομή των Εφοροδημογεροντιών στο διάστημα 1860-1875.
Η Μάκρη και το Λιβίσι παρουσιάζουν πολλά κοινά πολιτιστικά στοιχεία με τα Δωδεκάνησα ειδικά τη Σύμη και τη Ρόδο, επίσης με την Κύπρο και τη γειτονική Πισιδία, σχέσεις που αποτυπώνονται στο γλωσσικό ιδίωμα, τη μουσική, την ενδυμασία, αρχιτεκτονική και τις εθιμικές τελετουργίες. Στο τέλος του 19ου αι και μέχρι την υποχρεωτική ανταλλαγή του 1922 η Μάκρη και το Λιβίσι γνώρισαν μέρες μεγάλης οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης.
Η έξοδος των χριστιανών κατοίκων της περιοχής και ο σεισμός του 1957 άλλαξαν σημαντικά την όψη της Μάκρης σε αντίθεση με το Λιβίσι. Το Λιβίσι παρέμεινε ακατοίκητο μετά την αποτυχημένη προσπάθεια εγκατάστασης εκεί ανταλλαξίμων από τη Μακεδονία. Οι κάτοικοι των γύρω χωριών απέσπασαν από τα κτήρια την ξυλεία, πόρτες, παράθυρα, ξύλα οροφής και άφησαν τα σπίτια και τα μαγαζιά στο έλεος του χρόνου και των καιρικών συνθηκών. Σήμερα, το Λιβίσι παραμένει όπως είχε εγκαταλειφθεί, ένα δείγμα μικρασιατικού οικισμού του 17ου τουλάχιστον αιώνα, ανέπαφου, που αξίζει προστασίας από το τουρκικό κράτος, το οποίο φαίνεται μάλλον απρόθυμο, και τους διεθνείς οργανισμούς. Η Μάκρη, μετά τη δεκαετία του ’50 εξελίσσεται σε μια πόλη με συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό και τουριστικό ενδιαφέρον.
Το 1922 στο πλαίσιο της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών οι Μακρηνοί και Λιβισιανοί εγκαταλείπουν την πατρίδα τους κι έρχονται πρόσφυγες στην Ελλάδα. Έρχονται σχεδόν αποκλειστικά γυναικόπαιδα γιατί οι άνδρες από 16 έως 60 χρόνων είναι εκτοπισμένοι στο εσωτερικό της Ανατολίας υφιστάμενοι διάφορες ταλαιπωρίες. Οι διώξεις του χριστιανικού πληθυσμού με τη μορφή εκτοπίσεων, φυλακίσεων και δολοφονιών είχαν ξεκινήσει από το 1914 με την έναρξη του Α Παγκοσμίου πολέμου και συνεχίστηκαν με ενδιάμεσα διαστήματα ειρηνικής ζωής μέχρι το 1922. Όσοι διασώθηκαν επιστρέφουν μετά τη συνθήκη ανταλλαγής, και αναζητούν τις οικογένειές τους. Μετά από περιπέτειες και περιπλανήσεις ανά την Ελλάδα μια συμπαγής ομάδα 93 οικογενειών εγκαθίσταται στη θέση Ξυλοκέριζα της ΒΑ Αττικής, κοντά στον Μαραθώνα, η οποία μετονομάζεται σε Νέα Μάκρη εις ανάμνησιν της μικρασιατικής πόλης καταγωγής των κατοίκων της. Άλλες ομάδες εγκαθίστανται στην Ιτέα, Χρισσό, Γαλαξίδι και μικρότερες ομάδες στη Δραπετσώνα, Τζια, Φαράκλα Εύβοιας, Ιεράπετρα Κρήτης, Πλατανάκι Θηβών, Νέο Λιβίσι Ωρωπού, Λάρισα κ.α. Κάποιοι επίσης πριν και μετά το 1922 εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο, Νότια Γαλλία, Αυστραλία.
Στη Νέα Μάκρη οι Μικρασιάτες πρόσφυγες του 1922 κατάφεραν να αξιοποιήσουν μια δύσκολη και δασώδη περιοχή με βάλτους και ελονοσία και μέσα σε τριάντα χρόνια περίπου να σημειώσουν μια αξιόλογη πρόοδο. Η Νέα Μάκρη αφού πέρασε στη φάση της ανοικοδόμησης, οπότε σχεδόν κατεδαφίστηκε ο προσφυγικός συνοικισμός για να δώσει τη θέση του σε νέα κτήρια, καταστήματα κλπ αναδείχθηκε από τη δεκαετία του 70 σαν τόπος παραθερισμού.
Σήμερα οι Μακρηνοί και Λιβισιανοί απόγονοι των προσφύγων του ’22 διατηρούν τη μνήμη της καταγωγής μέσα από τη λειτουργία του Πολιτιστικού Συλλόγου Μακρηνών-Λιβισιανών Νέας Μάκρης και του μικρού Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου στη Νέα Μάκρη Αττικής. Ο Σύλλογος μέσα από εκθέσεις, εκδόσεις και ποικίλες εκδηλώσεις προσπαθεί επίσης να συμβάλλει στην πολιτιστική και κοινωνική πρόοδο της περιοχής.
Δέσποινα Μ. Δαμιανού (2016)
Επίκουρη καθηγήτρια Δ.Π.Θ.
Πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Μακρηνών-Λιβισιανών Νέας Μάκρης
Δείτε επίσης

Τραγούδι
Έρχομαι κι εσύ κοιμάσαι

Τραγούδι
Ήρθεν η ώρα η καλή

Τραγούδι
Αν θέλεις για να παντρευτείς

Τραγούδι
Απόψε θε να τραγουδώ

Τραγούδι
Για δέστε τράπεζα χρυσή

Συνεργάτης
Νίκος Καραγεωργίου

Τραγούδι
Ξύπνα μαυροματούσα μου

Δραστηριότητες | Ο Σύλλογος
Τα Τραγούδια και οι Τόποι τους
