- Η ζωή της
- Το έργο της
-
Ο Σύλλογος
- Ο Σύλλογος
- Περιεχόμενα
-
Της Τριανταφυλλιάς τα Φύλλα
6 & 7 Απριλίου 2024, Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων
6 & 7 Απριλίου 2024, Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων
- Η Xορωδία
- Επικοινωνία
- Ενημέρωση
Βρίσκεστε στο: Κεντρική σελίδα Το έργο της Δημοσιεύματα και συνεντεύξεις Μ' αφορμή τη Σαμίου
Μ' αφορμή τη Σαμίου
Μικρά και ασήμαντα
Περικλής Κοροβέσης, Περιοδικό, Εμείς στα ξένα, 01/07/1984
Κείμενο
Περίπου χίλια άτομα, μια καθημερινή στις αρχές του Απρίλη, μαζεύτηκαν στην αίθουσα του Ελληνικού Συλλόγου της Νότιας Στοκχόλμης1 για να ακούσουν τη Σαμίου. Το γεγονός είναι αξιοπρόσεχτο από πολλές απόψεις. Μέσα σ' αυτήν τη χαμηλοτάβανη αίθουσα, σατανική επινόηση μιας αρχιτεκτονικής που δεν θεωρεί τον αέρα απαραίτητο για τους ανθρώπους για μια ακόμα φορά μπήκε το πρόβλημα για το τι πολιτιστικές εκδηλώσεις τελικά χρειάζονται οι μετανάστες.
Κατά κανόνα, μια καθημερινή βραδινή εκδήλωση για το μετανάστη είναι καταστροφή. Αν «τη βρει» (που είναι εξάλλου και ο μόνος λόγος που πηγαίνει) τότε αντίο μεροκάματο. Ο κόσμος ήρθε χωρίς να υπάρχει «κινητοποίηση». Απλώς πληροφορήθηκε το γεγονός (δούλεψε και πολύ τηλέφωνο) από μια ανακοίνωση στο περιοδικό της Ομοσπονδίας και από μια παρουσίαση από την ελληνική εκπομπή της Σουηδικής Ραδιοφωνίας. Ούτε αφίσες, ούτε διαφημιστικά φυλλάδια, ούτε τίποτα απ'αυτά που γίνονται συνήθως όταν έρχεται μια «φίρμα» από την Ελλάδα. Είναι φανερό λοιπόν, πως εδώ ο κόσμος δεν ήρθε ύστερα από καμιά μορφή «πίεσης», π.χ. διαφήμισης (η διαφήμιση είναι μεγάλος ψυχαναγκασμός) ή κομματικού καθήκοντος (κάθε καθήκον δεν σημαίνει αναγκαστικά και ευχαρίστηση). Ο κόσμος ήρθε γιατί ενδιαφερόταν. Απλά και καθαρά.
Τί είναι όμως αυτό που τράβηξε τον κόσμο στη Σαμίου; Να μια ερώτηση που φαίνεται να 'χει εύκολη απάντηση και που δεν έχει. Δεν μπορεί κανείς να πει πως αρκούσε η φωνή της, (και άλλοι έχουν ωραία φωνή) ή οι εκλεχτοί μουσικοί της (που είναι γνωστοί μόνο στους ειδήμονες) και ούτε βέβαια για το χορευτικό συγκρότημα «Ελένη Τσαούλη». (Οι ελληνικοί χοροί σαν θέαμα, κατά κανόνα ενδιαφέρουν τους ξένους. Ο Έλληνας όταν ακούει τους ρυθμούς του θέλει να χορέψει ο ίδιος). Άρα τί έκανε τον κόσμο να πάει;
Δυο έννοιες θα μας βοηθήσουν να προχωρήσουμε. Η μια είναι η ξενιτιά, η άλλη η πατρίδα. Αυτό που κάνει τη Σαμίου ένα ξεχωριστό και μοναδικό φαινόμενο δεν είναι ότι βρίσκεται μέσα στην παράδοση, αλλά ότι η ίδια δημιουργεί παράδοση. Δεν μιμείται κανένα παραδοσιακό στυλ ή σχολή αλλά ό,τι τραγουδάει επιβάλλεται σαν άποψη και σαν προσωπική ερμηνεία. Δεν θέλει να προσποιηθεί καμιά συνέχεια αλλά είναι η ίδια συνέχεια. Δεν αναβιώνει κάποιους ξεχασμένους σκοπούς, αλλά κάνει αυτούς που την ακούνε (μιλάμε πάντα για ελληνικό ακροατήριο) να βιώσουν κάτι που βρίσκεται βαθιά ξεχασμένο στην ψυχή τους. Είναι η Ελλάδα όχι σαν γεωγραφία ή τουρισμός, αλλά σαν ένας τρόπος ζωής και έκφρασης, δηλαδή αυτό που αποτελεί για το άτομο την εθνική του προσωπικότητα και ταυτότητα. Κι αυτά εκφράζονται μέσα από διάφορα αισθήματα και καταστάσεις καθαρά ελληνικά π.χ. έρωτες, χωρισμούς, πόθους, πάθη, χαρές, λύπες κ.λ.π., όπως υπάρχουν στον ελληνικό τρόπο ζωής, εκεί και πουθενά αλλού.
Μια μικρή παρένθεση για δικαιοσύνη. Πέρα και πριν από τη Σαμίου υπάρχουν και άλλοι που καταπιάστηκαν με το δημοτικό τραγούδι με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία. Έγιναν μερικές προσπάθειες να καταγραφεί το δημοτικό τραγούδι και να δοθεί ταξινομημένο. Αλλά αυτό είναι περισσότερο δουλειά εθνολογικής ή μουσικολογικής υφής. Αυτό από μόνο του δεν ζει, υπάρχει μόνο σαν υλικό. Άλλοι κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα είδος ζωντανού μουσείου, αλλά όλοι ξέρουμε πως στα μουσεία μπαίνουν τα πράγματα όταν έχουν φύγει από τη ζωή. Λίγοι είναι εκείνοι οι δημιουργοί που το έργο τους, αυθόρμητα και αβίαστα, γεννιέται και ζει με τον τρόπο που η Σαμίου το κάνει με το τραγούδι της. Είναι ένα φαινόμενο που δημιουργείται από συνθήκες απροσδιόριστες. Είναι ένα χάρισμα και δώρο από μια φύση, ελληνικής οπωσδήποτε, που δεν μαθαίνεται, και δεν αποκτιέται με καμιά καλή θέληση ή σπουδή. Γεννιέται κανείς έτσι.
Η αρρώστια της ξενιτιάς είναι ένας καρκίνος που αναπτύσσεται στο «ελληνικό μέρος» της προσωπικότητας του μετανάστη. Είναι ακριβώς η ελληνικότητα του μετανάστη που κάνει τους διάφορους γραφειοκράτες - χειριστές των ανεπτυγμένων βιομηχανικά κοινωνιών να μιλάνε για προβλήματα προσαρμογής, για ανικανότητα ή άρνηση ένταξης του μετανάστη. Και αυτοί οι κατασκευαστές συνειδήσεων και ανθρώπινων μοντέλων που ταιριάζουν καλά στις κοινωνίες τους, αφού πρώτα υπονομεύσουν την κουλτούρα του μετανάστη σαν κατώτερη ή απολίτιστη, επιδίδονται στο έργο του Προκρούστη για να τους ράψουν το κουστούμι του μέσου Ευρωπαίου, που είναι ένα καλούπι για παραγωγή τυποποιημένων ανθρώπων, αν είναι δυνατόν με την ίδια ακρίβεια της τυποποίησης των προϊόντων τους. Και είναι αυτό που πνίγει το μετανάστη. Φορώντας αυτό κουστούμι ασφυκτιά, αλλά το φοράει, όπως ο φαντάρος την στολή του.
Αυτό μπορεί να το διακρίνει κανείς καθαρά στη δεύτερη γενιά. Στο δικαίωμα των παιδιών στη μητρική τους γλώσσα. Στη Σουηδία, που η μεταναστευτική της πολιτική είναι η πιο πλουσιοπάροχη στην Ευρώπη, οποιοδήποτε εκπαιδευτικό πρόγραμμα μειονοτήτων ξεκινάει από τη φιλοσοφία πως τα σουηδικά είναι η φυσιολογική γλώσσα όλων των παιδιών και τα ελληνικά είναι η γλώσσα των γονιών τους, όχι η δικιά τους. Μαθαίνουν τα ελληνικά σαν... ξένη γλώσσα! Για να μη πούμε βέβαια για τις άλλες χώρες, που ούτε καν δίνουν αυτήν τη δυνατότητα. Εκεί τα ελληνικά σαν γλώσσα δεν υπάρχουν. Και το αποτέλεσμα είναι η αγλωσσία, δηλαδή ένας πολιτιστικός αφανισμός.
Μ’ αφορμή λοιπόν τη Σαμίου για μια ακόμα φορά μπήκε το πρόβλημα της πολιτιστικής μας επιβίωσης εδώ στα ξένα. Και φυσικά το πρόβλημα δεν είναι καινούριο. Απλώς με διάφορες αφορμές παίρνει καινούριες διαστάσεις. Δεν θα μπορούσε άραγε να ξεκινούσε μια εθνική καμπάνια για την διάσωση του ελληνισμού και της ελληνικότητας (που δεν θα πρέπει να συγχέεται ποτέ με τους διάφορους δεξιούς σωβινισμούς ή τον μεγαλοϊδεατισμό) που καταπιέζεται και απωθείται μέσα στην καρδιά της ανεπτυγμένης Ευρώπης;
Σίγουρα εδώ υπάρχει ένα μεγάλο πεδίο δράσης όπου όλοι οι αρμόδιοι φορείς θα πρέπει να κινητοποιηθούν και να συντονισθούν. Ήδη έχουν χαθεί πολλά χρόνια, αν χαθούν ακόμα μερικά, τότε με σιγουριά θα μπορούμε να μιλάμε για ένα ακόμα χαμένο κομμάτι ελληνισμού που αφανίσθηκε, όχι πια από μια κατοχή ή σφαγή, αλλά μέσα από μια «φυσιολογική» λειτουργία του ώριμου καπιταλισμού. Τη μετανάστευση.
Δεν είναι πια καιρός το σύνθημα, που έφερε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» να βρει το μεταναστευτικό του περιεχόμενο και η Ελλάδα ν’ ανήκει και στους μετανάστες;
1Η Oμοσπονδία Eλληνικών Συλλόγων και Kοινοτήτων Σουηδίας, η κοινότητα Ν. Στοκχόλμης και το Υπουργείο Πολιτισμού είχαν αναλάβει τη διοργάνωση της εκδήλωσης.
Μ' αφορμή τη Σαμίου
Περικλής Κοροβέσης , Περιοδικό , Εμείς στα ξένα , 1 Ιουλίου 1984