
Νέα Σμύρνη, δεκαετία 1960
© Αρχείο Δόμνας Σαμίου
Η Δόμνα Σαμίου γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1928 στην Καισαριανή και πέθανε στις 10 Μαρτίου 2012. Οι γονείς της ήταν Μικρασιάτες πρόσφυγες από το Μπαϊντίρι, χωριό της περιοχής της Σμύρνης. H μητέρα της ήρθε στην Ελλάδα το 1922, ενώ ο πατέρας της που είχε κρατηθεί αιχμάλωτος στρατιώτης, έφτασε λίγο αργότερα με την Ανταλλαγή. Έζησε τα παιδικά της χρόνια μέσα στις σκληρές αλλά και αλληλέγγυες συνθήκες της προσφυγιάς, όπου διαμόρφωσε την προσωπικότητά της. Στο περιβάλλον αυτό είχε τα πρώτα μουσικά της ακούσματα και απέκτησε την αγάπη της για την παραδοσιακή μουσική.
Σε ηλικία 13 ετών ξεκίνησε τη μαθητεία της κοντά στον Σίμωνα Καρά, στον «Σύλλογο προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής» αποκτώντας την πρώτη της συστηματική επαφή με τη βυζαντινή και την παραδοσιακή μουσική. Παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα σε νυχτερινό γυμνάσιο.
Ως μέλος της χορωδίας του Σίμωνα Καρά ξεκίνησε η σχέση της και με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), όπου το 1954 προσλήφθηκε στο Τμήμα Εθνικής Μουσικής. Από τη θέση αυτή γνώρισε πολλούς από τους σημαντικούς λαϊκούς μουσικούς της εποχής, οι οποίοι, λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης, συνέρρεαν τότε στην Αθήνα. Το Τμήμα Εθνικής Μουσικής ηχογραφούσε αυτούς τους μουσικούς, και έτσι η Σαμίου εξοικειώθηκε με όλα τα τοπικά μουσικά ιδιώματα. Παράλληλα ανέλαβε τη μουσική επιμέλεια σε δισκογραφικές εκδόσεις, θεατρικές παραγωγές και κινηματογραφικές ταινίες.

10/07/1983, ύστερα από συναυλία
© Αρχείο Δόμνας Σαμίου
Συνειδητοποιώντας την παραποίηση που υφίστατο η δημοτική μουσική αποφάσισε —κατά το πρότυπο του δασκάλου της— να καταγράψει τη γνήσια μουσική στον τόπο παραγωγής της. Έτσι, το 1963 ξεκίνησε ταξίδια στην Ελλάδα, με δικό της εξοπλισμό, προκειμένου να συγκεντρώσει μουσικό υλικό όσο υπήρχαν ακόμα άνθρωποι που θυμόντουσαν αυθεντικά τραγούδια και σκοπούς.
Το 1971 παραιτήθηκε από τη Ραδιοφωνία. Την ίδια χρονιά αποδέχθηκε την πρόσκληση του Διονύση Σαββόπουλου για εμφανίσεις στο αντιχουντικό «Ροντέο» (βλ. Η αρχή: Μπουάτ Ροντέο και Κύτταρο), σηματοδοτώντας μια καθοριστική στροφή στη σχέση των νέων με το δημοτικό τραγούδι. Ακολούθησε η συμμετοχή της στο English Bach Festival στο Λονδίνο που διοργάνωνε η Λίλα Λαλάντη. Από τότε ξεκίνησε η θριαμβευτική καλλιτεχνική της πορεία.
Την ίδια εποχή συνεργάσθηκε με δισκογραφικές εταιρίες και επιμελήθηκε μια σειρά από δίσκους LP με παραδοσιακή μουσική.
Το 1976-77 η ΕΡΤ της ανέθεσε να γυρίσει στην ελληνική επαρχία είκοσι επεισόδια για την εκπομπή Μουσικό οδοιπορικό με τη Δόμνα Σαμίου.
Το 1981 ίδρυσε τον Καλλιτεχνικό Σύλλογο Δημοτικής Μουσικής Δόμνα Σαμίου (διακριτικός τίτλος ΚΣΔΜ Δόμνα Σαμίου) με σκοπό τη διάσωση και προβολή της παραδοσιακής μουσικής, κυρίως μέσω της δισκογραφίας και εκδηλώσεων υψηλών αισθητικών προδιαγραφών, ανεξάρτητα από τις απαιτήσεις της εμπορικής αγοράς.
Το έργο της ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα. Δίσκοι της εκδόθηκαν στη Γαλλία και τη Σουηδία και προσκλήθηκε για συναυλίες σε ολόκληρο τον κόσμο. Για σαράντα περίπου χρόνια πραγματοποίησε συναυλίες από την Αυστραλία μέχρι τη Νότια Αμερική, συγκινώντας την ελληνική διασπορά και παρουσιάζοντας στο ξένο κοινό μια ποιοτική «ελληνική μουσική δίχως μπουζούκι».
Στην Ελλάδα εμφανίστηκε αναρίθμητες φορές σε συναυλίες και εκδηλώσεις κάθε είδους και τιμήθηκε με πληθώρα αφιερωματικών διοργανώσεων, όπως η επετειακή παράσταση για τα 70 της χρόνια Η γνωστή και άγνωστη Δόμνα, τον Οκτώβριο του 1998 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Απονομή του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος του Φοίνικα από τον ΠτΔ Κ. Στεφανόπουλο, 17/01/2001
© Αφοι Αναγνωστόπουλοι
Συνεργάστηκε με κορυφαίους Έλληνες και ξένους μουσικούς, μουσικολόγους, λαογράφους και εθνομουσικολόγους, ενώ δίδαξε και ανέδειξε πολλούς νέους καλλιτέχνες. Από το 1993 έως το 2001 παρέδιδε μαθήματα δημοτικού τραγουδιού για ενήλικες στο Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων στην Αθήνα. Ανέλαβε επίσης σημαντικές πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της μουσικής εκπαίδευσης των παιδιών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, κάτι που θεωρούσε ύψιστης σημασίας.
Για το έργο και την προσφορά της τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις, με κορυφαία την απονομή του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος του Φοίνικα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλο, το 2001.
Περιστοιχιζόμενη από τους συνεργάτες, φίλους και υποστηρικτές, μέχρι το τέλος της ζωής της, συνέχισε να εργάζεται αδιάκοπα: εξέδιδε θεματικούς δίσκους με αναλυτικά κείμενα, φρόντιζε την οργάνωση του προσωπικού της αρχείου και εμπλούτιζε τον ιστότοπο που έφερε το όνομά της.
Απεβίωσε σε ηλικία 83 ετών, στις 10 Μαρτίου 2012, ύστερα από σύντομη ασθένεια. Κηδεύτηκε παρουσία πλήθους κόσμου στο Νεκροταφείο Νέας Σμύρνης.
Το 2023 το «Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία» διοργάνωσε εκδήλωση προς τιμήν της, αφιερωμένη στη ζωή και το έργο της.