Βρίσκεστε στο: Κεντρική σελίδα Το έργο της Κατάλογος τραγουδιών Ο βασιλιάς και ο Μαυριανός

Ο βασιλιάς και ο Μαυριανός

Ακούστε
Στίχοι
Ο βασιλιάς κι ο Μαυριανός σε περιβόλι τρώγουν
αθιβολές1 δεν είχανε και αθιβολές εφέραν
για τσι ξανθές, για τσι σγουρές και για τσι μαυρομάτες,
πως δεν εβρέθηκε καμιά στον κόσμο μην πλανάται.
– Ωσάν το ρόδο τ’ ανοιχτό, το λουλουδάκι τ’ άσπρο
έχω κι εγώ μιαν αδερφή, μ’ αλήθεια δεν πλανάται.
– Αν την πλανέσω, Μαυριανέ, ίντα ’ν’ το στοίχημά σου;
– Αν την πλανέσεις βασιλιά, πάρε την κεφαλή μου,
πάλι και α δεν πλανεθεί ίντα ’ναι το δικό σου;
– Πάρε το βασιλίκι μου και τη χρουσή κορώνα.
Παίρνει το βιτσαλάκι2 ντου στο φόρος κατεβαίνει,
βρίστει ρουφιάνες δεκ’οχτώ, μαγεύτρες δεκαπέντε
και πάνε και την βρίστουνε σ’ ολόχρουσες καθέκλες.
– Καλώς σε βρήκαμε, ροδιά, βιόλα ξεφουντωμένη,
νεραντζοπούλα φουντωτή και ασπροχιονισμένη.
– Δε θέλω ’γώ παινέματα κι ο Μαυριανός μανίζει
κι ανηβουλίς3 του Μαυριανού πράμα να μήνε γίνει.
– Χιλιάδες προσκυνήσματα απού το βασιλέα
κι αν είναι με το θέλημα να μείνει μετά σένα.
– Τα παραθύρια ξέρει τα, τσι πόρτες μας κατέχει,
ούλα θα τα’ χομ’ ανοιχτά κι όντεν ορίζ’ ας έρθει.
[Απής τσι συναπόβγαλε4 στο μαγερειόν τση μπαίνει,
τα κούρτουλα καταχτυπά5 τσι βάγιες τση μαζώνει.
– Βάγιες απού τσι βάγιες μου, ποια θα με ξεμιστέψει
να βάλω ’γώ τα ρούχα τση κι εκείνη τα δικά μου;
’Πού τσι σαράντα βάγιες τση κιαμιά δεν αποκρίθη,
μόνο λιό μικρότερη6 και ηλέγαν την Μαρία.
– Εγώ ’μ’ απού τσι σκλάβες σου, που θα σε ξεμιστέψω
να βάνω ’γώ τα ρούχα σου, να βάλεις τα δικά μου.
Μπαίνει και την εστόλιζε απ’ το ταχύ ως το βράδυ,
τέσσερις την εστόλιζε κι οχτώ τση παραγγένει.
– Βλέπου σε Μαριγάκι μου, να μη με μαντατέψεις7
κι α σε τζιμπήσει τζίμπα τον, και α σε φιλήσει φίλιε,
κι αν κόψει και κομμάτι σου μιλιά να μην του βγάλεις.
Καθώς την αποχτένιζεν ο βασιλιάς προβαίνει,
με πείσμα και με λύγισμα τη σκάλα ντσ’ ανεβαίνει.
Απού τη χέρα την αρπά στην κάμερα την βάνει
κι απού το βράδ’ ως το ταχύ τη τζίμπα και τη φίλιε.
Τη νύχτα τα μεσάνυχτα τσ’ ήκοψε το δαχτύλι,
τσ’ ήκοψε το δαχτύλι ντση με κοφτερό ξυράφι.
Και τ’ αποξημερώματα τσ’ ήκοψε την πλεξούδα
απού ’τον ομορφόδετη μ’ ολόχρουση κορδέλα.
Και το ταχύ κατέβαινε τη σκάλα ντση με γέλια
κι εβάστα και του Μαυριανού δαχτύλια και πλεξούδες.
– Έλα να ιδείς ’δά, Μαυριανέ, σημάδια τσ’ αδελφής σου.
– Δεν είνιαι τούτα τση σγουρής δεν είνιαι τση ξανθής μου,
όξω και να μ’ εγέλασε η σκύλα η γι-αδελφή μου.
Σ’ ούλον τον κόσμ’ αμέτε με, σ’ ούλο γυρίσετέ με
κι εις τσ’ αδελφής μου την αυλή αμέτε σφάξετέ με.
Κι η γι-αδελφή ντ’ ως τ’ άκουσε πολλά τση βαροφάνει
κι εμπήκε κι εστολίζεντο με τη μεγάλη βιάση.
Βάνει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι
και του κοράκου το φτερό βάνει καμαροφρύδι.
Κι απής αποστολίστηκε κι έγινε σαν τη βιόλα,
ξεπόρτησεν η λυγερή στου βασιλιά να φτάξει.
Τη σκάλα ντση κατέβαινε μόνο με μια βαγίτσα
κι εβάστα κι εις τη χέρα ντση μαλαματένια βίτσα.
– Στην μπάντα σεις οι γι-άρχοντες, στην μπάντα κι οι γι-αγάδες,
να πα να ιδώ το Μαυριανό γιάντα θα τονε πνίξουν.
– Την αδελφή ντου πλάνεσα και θα τονε φουρκίσω8.
– Μα ’σύ κι αν την επλάνεσες δείξε μου τα σημάδια.
– Τη νύχτα τα μεσάνυχτα τσ’ ήκοψα το δαχτύλι,
τσ’ ήκοψα το δαχτύλι ντση με κοφτερό ξυράφι.
Και τ’ αποξημερώματα τσ’ ήκοψα την πλεξούδα
απού ’τον ομορφόδετη μ’ ολόχρουση κορδέλα.
Απλώνει τα χεράκια ντση, κατάσπρα σαν το γάλα.
– Για ιδέτ’ αγάδες κι άρχοντες, λείπει μου το δαχτύλι;
Ρίχνει και τα σγουρά μαλλιά, γεμίζ’ η γης λουλούδια.
– Για ιδέτ’ αγάδες κι άρχοντες, λείπει μου η πλεξούδα;
Αν λείπει το δαχτύλι μου και τα σγουρά μαλλιά μου,
ετότες να μου βάλετε τρίδιπλη την καδένα9.
Μα σένα δε σου πρέπει μπλιό να ’χεις το βασιλίκι,
σα χοίρος, σα χοιροβοσκός να κάθεσαι στην Κρήτη.
Σαν να ’σουνε φαμέγιος10 μας, σαν να ’σουν δουλευτής μας,
έτσα σ’ εμπεγεντίσαμε11 με την αναθρεφτή12 μας.
Και πάρε το μουλάρι μας να πάεις εις τα ξύλα,
να ψήσομε το φαγητό να πάρεις τη Μαρία.]
1αθιβολή: συζήτηση, κουβέντα
2βιτσαλάκι: μικρή βέργα
3ανηβουλίς: χωρίς τη θέληση
4απής τσι συναπόβγαλε: μόλις τους κατευόδωσε
5τα κούρτουλα καταχτυπά: χτυπάει τα χέρια της
6λιό μικρότερη: η μικρότερη
7μη με μαντατέψεις: μη με προδώσεις
8φουρκίζω: απαγχονίζω, πνίγω
9καδένα: εδώ εννοείται η αλυσίδα, το σχοινί
10φαμέγιος: υπηρέτης, δούλος
11σ’ εμπεγεντίσαμε: σε εκτιμήσαμε, σε κρίναμε κατάλληλον
12αναθρεφτή: ψυχοκόρη
Η απόδοση βασίζεται σε τραγούδι δημοσιευμένο στο Δ. Πετρόπουλος, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Βασική Βιβλιοθήκη, τ. 1, Αθήνα 1958, σ 110-112.
Σχόλια
Η δοκιμασία της αρετής μιας γυναίκας που κατηγορείται άδικα στον σύζυγό της συναντιέται συχνά σε έργα της λαϊκής και έντεχνης λογοτεχνίας πολλών λαών. Στο τραγούδι του Μαυριανού, συκοφαντημένη είναι η ενάρετη αδελφή του, αλλά στην ίδια πέφτει ο ρόλος να σώσει και τη δική της τιμή και τη ζωή του αδελφού της, την οποία εκείνος, σε γλεντοκόπι με τον βασιλιά, αψήφιστα στοιχημάτισε. Με αθέμιτα τεχνάσματα το καταφέρνει και η οικογενειακή τιμή σώζεται περίτρανα χάρη στη φτωχή σκλάβα που αγόγγυστα έχασε, παίρνοντας τη θέση της κυράς της, και την τιμή και τα μακριά της μαλλιά και το δάχτυλό της. Η μακροσκελής αυτή παραλογή, που πλέκεται γύρω από έναν παμπάλαιο μύθο, πιστεύεται ότι διαμορφώθηκε γύρω στον 14ο ή 15ο αιώνα. Μιράντα Τερζοπούλου (2008)
Πληροφορίες καταγραφής
Ηχογραφήθηκε σε στούντιο το 2006.
Σχόλια Μελών
Κάντε ένα σχόλιο
Δείτε επίσης

Τραγούδι
Μια κόρη συναπόβγανε


Τραγούδι
Ένας κοντός κοντούτσικος (Σκιάθος)

Τραγούδι
Όλα τα κάστρα τα είδα

Τραγούδι
Η Βγενούλα

Τραγούδι
Η Ευγενούλα η μοσχονιά

Τραγούδι
Κάτω σην Άσπρην Θάλασσαν

Τραγούδι
Κάτω στο γιαλό

Τραγούδι
Μια κόρη Βρονταδούσαινα

Τραγούδι
Μια λυγερή τραγούδησε

Τραγούδι
Ξημέρωσε η ανατολή

Τραγούδι
Πραματευτής κατέβαινε

Τραγούδι
Σαράντα μαστορόπουλα

Τραγούδι
Τ' Αϊ-Γιωργιού τη βραδινή
