Βρίσκεστε στο: Κεντρική σελίδα Το έργο της Δισκογραφία Τραγούδια της Καππαδοκίας

Τραγούδια της Καππαδοκίας

Περιεχόμενα
Παραγωγή: Φίλοι Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου Μέλπως Μερλιέ. Δεκαπέντε ηχογραφήσεις του 1930 με τους αυθεντικούς Καππαδόκες τραγουδιστές (ηχογράφηση της Μέλπως Μερλιέ) και δώδεκα σύγχρονες ηχογραφήσεις -βασισμένες στις πρωτότυπες καταγραφές- του 2001, στο στούντιο Action, με μουσική επιμέλεια του Σωκράτη Σινόπουλου.
Τραγούδια
-
1. Ήρτανε γιορτές
-
2. Λατρευτικό τραγούδι των Φώτων
-
3. Κάλαντα Πρωτοχρονιάς (Καππαδοκίας)
-
4. Πασχαλινό
-
5. Παρακαλώ σε, Παναγιά
-
6. Χορευτικό πομπικό τραγούδι
-
7. Τραγούδι της πομπής του γάμου
-
8. Κάλαντα Λαζάρου - Βαΐων - Φώτων
-
9. Κάτω στον Αϊ-Γιάννη
-
10. Τώρα λάμψαν τα σπίτια μας
-
11. Σαν τηλ μάνα
-
12. Ιστορία του Αλεξίου
-
13. Τρει άρχοντοι
-
14. Απόψι τα μεσάνυχτα
-
15. Εβράδυν παλιόβραδυν
-
16. Χήρα παιδίν εγέννησε
-
17. Έπαρ' σινιά
-
18. Ο σκλάβος αναστέναξεν
-
19. Ιννιάι μαστόροι
-
20. Αγιώρ' Αγιώρ' αφέντη μου
-
21. Πιάτε το χορό
-
22. Μην κλαις (Aĝlama)
-
23. Σήμερις είν' η μέρα μας
-
24. Μαλαματένιος αργαλειός
-
25. Εγώ, το άλογό μου (Ben atimi)
-
26. Δυο ήλια δυο φεγγάρια
-
27. Νανούρισμα
- Παραγωγή: Φίλοι του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου Μέλπως Μερλιέ
- Έτος έκδοσης: 2002
- Τύπος: CD
- Χώρα παραγωγής: Ελλάδα
Kείμενα
1939 κ.ε.: Αρχίζει η μουσικολογική επεξεργασία των τραγουδιών. Στο έργο αυτό συμβάλλει και η συνεργάτιδα του Μ.Λ.Α. μουσικολόγος Αγλαΐα Αγιουτάντη, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Βιέννης.
1964 κ.ε.: Γίνεται επανέλεγχος των καταγραφών Πετρίδη-Μπορέλ από τους νεότερους συνεργάτες του Μ.Λ.Α. Γιάννη Άννινο και Μάρκο Δραγούμη.
1976: Κυκλοφορεί στο δίσκο Δημοτικά τραγούδια από τη συλλογή Μέλπως Μερλιέ ένα από τα τραγούδια τής παραπάνω σειράς. Πρόκειται για το «Ντίλιμ-ντίλιμ», που το τραγουδά η Χαρίκλεια Κανάκη από τη Μαλακοπή.
1980: Στο δίσκο Αυθεντικά Μικρασιάτικα καταχωρείται το τραγούδι «Φοραίνουνε το νιόγαμπρο» της ίδιας σειράς, που το τραγουδά ο Παρασκευάς Τσαλόγλου ή Μεζαρτζίκ από τα Φλοϊτά.
2000: Αποφασίζεται η έκδοση μιας επιλογής των τραγουδιών της Καππαδοκίας σε μεταλλικό δίσκο (cd) που θα περιλαμβάνει εκτός από τις ηχογραφήσεις του 1930 και σύγχρονες ηχογραφήσεις βασισμένες στις αυθεντικές εκτελέσεις.
Σα νησιά μέσα σε τούρκικους πληθυσμούς, κοινότητες συχνά ανθηρές, οι Έλληνες αυτοί και στον τόπο τους βαστάχτηκαν, και αποικίες έστειλαν σε άλλα μέρη της καππαδοκικής χώρας, και σταθμούς και παροικίες ίδρυσαν στη Γαλατία, στην Κιλικία, όπως και στην αναμεταξύ Καππαδοκίας και Πόντου χώρα. Γι αυτό είπαμε παραπάνω πως η ελληνική Καππαδοκία των τελευταίων χρόνων παρουσίαζε, ίσως μόνη αυτή από τις περιφέρειες του εσωτερικού, γεωγραφική και ιστορική ενότητα. Εσωτερικό θα πη Καππαδοκία.
Η μελέτη του καππαδοκικού ελληνισμού μάς αποκάλυψε 81 πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά, ελληνικά, ή κατοικημένα και από Έλληνες. Είμαστε βέβαιοι πως άλλα δεν υπάρχουν. Για μας η ελληνική Καππαδοκία δε θα χαθή ολότελα· και όλα της τα χωριά αν δεν τα ερευνήσωμε, θα τα ξέρωμε τουλάχιστο ονομαστικά και θα έχωμε μαζέψει για το καθένα απ’ αυτά αρκετές πληροφορίες ώστε να τα τοποθετήσωμε σε μια περιφέρεια, καθώς και στο σύνολο του καππαδοκικού ελληνισμού. Δυστυχώς, από τις πόλεις αυτές και τα χωριά, 31 είναι ελληνόφωνα και 50 τουρκόφωνα, οι δε πόλεις, όπως η Νίγδη, το Προκόπι και η Νεάπολη, είναι πάντα τουρκόφωνες, ακόμα και όταν τα χωριά τους είναι όλα ή τα περισσότερα ελληνόφωνα. Σε ολόκληρη την Καππαδοκία 81 πολίσματα δείχνουν έναν πολύ αραιό ελληνισμό, όταν τον συγκρίνωμε με τους συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς του Πόντου, της Προποντίδας, των Δυτικών παραλίων. Μπορεί κανείς να φανταστή τί θάδιναν αυτές οι πλούσιες περιφέρειες αν τις εξετάζαμε χωριό με χωριό, όπως ερευνήσαμε την Καππαδοκία. […]
Μιλώντας για τη διαίρεση της Καππαδοκίας σε περιφέρειες έλεγα για τα τούρκικα χωριά που περιλαμβάνουν. Όσο αραιοκατοικημένη χώρα κι αν ήταν η Καππαδοκία, τα τούρκικα χωριά, αν τα συγκρίνομε με τα δικά μας, ήταν άπειρα, γι αυτό ήταν κι αξιοθαύμαστος ο ελληνισμός που βαστάχτηκε ως τις μέρες μας στην απόμερη τούτη μικρασιατική γη. Πολλά απ’ αυτά τα χωριά ήταν πριν χριστιανικά, τόσα πολλά, που σε μια παλιά μου ακόμα σημείωση έγραφα σχετικά για μια ορισμένη περιοχή «τα τούρκικα και τα παλιά χριστιανικά χωριά σχεδόν συμπίπτουν».
Από τη Μικρασία προέρχονται επίσης μπαλάντες που ο στίχος τους δεν είναι ο δεκαπεντασύλλαβος αλλά ο δωδεκασύλλαβος, είτε ιαμβικός με την τομή μετά την έβδομη συλλαβή, είτε τροχαϊκός με την τομή μετά την πέμπτη.
Αυτούς τους τρεις στιχουργικούς τύπους παρουσιάζουν τα τραγούδια που στην Καππαδοκία συνόδευαν τον επίσημο χορό των γυναικών στις μεγάλες γιορτές. Η στροφή τους είναι πάντα μονόστιχη, μπορεί όμως η επανάληψη του ενός ημιστιχίου να την κάνει τριμερή. Όταν τα πρωτάκουσα στα 1930, τα είχα βρει μονότονα και άνοστα' σήμερα μ’ εντυπωσιάζει η αυστηρότητα, το ιεροτελεστικό ύφος τους. [...]
Όπως γράφει ο Οκτάβιος Μερλιέ, «Οι Τούρκοι της Ελλάδας μιλούσαν σχεδόν όλοι και ελληνικά, και μεγάλος αριθμός των Ελλήνων της Τουρκίας μιλούσαν τούρκικα: ειρηνικό και φυσικό αποτέλεσμα μερικών αιώνων συμβιώσεως.
Αν η γλώσσα είχε ληφθεί σαν τεκμήριο της εθνικότητας, πολλοί μουσουλμάνοι θα είχαν μείνει στην Ελλάδα, και άλλοι τόσοι Έλληνες στην Τουρκία».
Τουρκόφωνοι χριστιανοί, οι Καππαδόκες από τα Φάρασα και τα Σύλατα τραγουδούσαν σε τούρκικη γλώσσα την Ιστορία του Αβραάμ, την Ιστορία του Ιωσήφ, το Μοιρολόγι της Παναγίας, ενώ οι Φαρασιώτες ανακάτευαν ελληνικά και τούρκικα στα κάλαντα των Φώτων και του Αϊ-Βασίλη. [...]
Στην Καππαδοκία λοιπόν, από τη μια μεριά, διατηρήθηκε εξαιρετικά καθαρή η ελληνική παράδοση, και, από την άλλη, όπως και στον Πόντο, ορισμένα φαινόμενα εξηγούνται μόνο από τη συγχώνευση δύο πολιτισμών.
Οι οργανοπαίχτες έπαιζαν πάντοτε καθιστοί, και, για ν’ ακούγονται τα τραγούδια και τα όργανά τους, τους έβαζαν να καθίσουν κάπου ψηλότερα, έξω από το χορό.
Το συνηθισμένο στο χωριό όργανο ήταν το ντέφι. Τα καλά ντέφια, που τ’ αγόραζαν συνήθως από τους τσιγγάνους που περνούσαν από το χωριό, γινόνταν από δέρμα σκύλου, ενώ τα συνηθισμένα ήταν από δέρμα προβάτου. Και οι Ανακιώτες έφτιαχναν κάποτε μόνοι τους ντέφια από πρόβιο δέρμα, αλλά αυτά δεν βγάλισκαν φωνή (δεν έβγαζαν φωνή) όση τα ξένα. Για να τα φτιάξουν, άφηναν να βρωμίσει το δέρμα, το μαδούσαν έπειτα και το κάρφωναν, τεντωμένο καλά, στο γύρο ενός χαλασμένου κόσκινου του αλευριού. Συνήθως οι παίχτες ήταν δύο.
Τα καλά κουτάλια, που χτυπούσαν χορεύοντας, δύο σε κάθε χέρι, τα έφερναν από τη Γκέιβε, έξω από τη Νικομήδεια, και ήταν από σιμσίρ (πυξό), ενώ τα κοινά κουτάλια του φαγητού, που κάποτε χρησιμοποιούσαν χορεύοντας, ήταν από κοινό ξύλο και η «φωνή» τους δεν ήταν τόσο καθαρή.
Άλλα όργανα που έπαιζαν ξένοι οργανοπαίχτες στο χωριό ήταν το κορνέτο, το κλαρίνο, το σαζ (είδος λαούτου) που το έπαιζαν με φτερά σκληρά, και ο κεμανές (είδος λύρας).
Χόρευαν χορούς που τους θεωρούσαν καθαρά ελληνικούς (μακρύς ή μακρουλός, στρογγυλός, συρτός, πόλκα) και χορούς τούρκικους (καρσιλαμάς ή αντικρυστός και κεκλίκ ).
Από τους ελληνικούς χορούς, ως τα 1870 περίπου, χόρευαν μόνο τους δύο πρώτους, αργότερα άρχισαν να χορεύουν συρτό και τελευταία την πόλκα. Οι δύο πρώτοι χορεύονταν τις θρησκευτικές ή οικογενειακές γιορτές, στην αυλή της εκκλησίας, στα χοροστάσια ή στα σπίτια, ενώ οι άλλοι χορεύονταν μόνο σε κλειστούς χώρους, στα σπίτια ή στις αυλές, σε γάμους ή σε οικογενειακές γιορτές. Από τα 1910 περίπου άρχισαν να χορεύουν καρσιλαμά και έξω από τα σπίτια, με ντέφια, ενώ ως τότε ο χορός αυτός χορευόταν μόνο στα σπίτια. Στο μακρύ και το στρογγυλό χορό χόρευαν και τραγουδούσαν μόνο γυναίκες, χωρίς συνοδεία από όργανα.
Στο μακρύ χορό χόρευαν πολλές γυναίκες: δέκα, δεκαπέντε ή και περισσότερες, κρατώντας με το δεξιό η μια το αριστερό χέρι της άλλης, σχεδόν στη φυσική τους θέση, πολύ κοντά η μια με την άλλη, σφιχτά-σφιχτά. Η πρώτη χορεύτρια είχε το δεξί της χέρι στο στήθος. Ο μακρύς ήταν χορός πολύ αργός, πααίνισκεν βαριά βαριά (πήγαινε αργά-αργά) και χόρευαν σ’ αυτόν τραγούδια όπως τα: Κάτω στον Αϊ-Γιάννη το Θεόλογο, Ακρίτης κάστρον έχτισε, Ήρθαν οι γιορτές, Ένα χωριό, καλό χωριό, Χήρα παιδίν εγέννησεν και λέν’ τονε Πορφύλη.
Μακρύ έλεγαν και άλλο χορό, που διαφέρει και στο ρυθμό και στο πιάσιμο των χεριών. Τον εχόρευαν πάλι πολλές γυναίκες, αλλά τα χέρια ήταν σταυρωτά.
Στο στρογγυλό χορό, που λέγεται κυρίως έτσι γιατί οι χορεύτριες έκαναν κύκλο, αλλά που μερικοί τον λένε κι αυτόν μακρύ, τα χέρια ήταν πάλι στη φυσική σχεδόν θέση τους, αλλά απλωτά, όχι σφιχτά, και οι χορευτές κάπως αραιά μεταξύ τους –πιάνισκαμ όλη την αυλή (πιάναμε όλη την αυλή) – όπως λένε οι πληροφορήτριες.
Στο στρογγυλό χορό, που ήταν ζωηρότερος από το μακρύ, χόρευαν αργά στην αρχή και αργότερα επιτάχυναν το ρυθμό. Γι αυτό τον έλεγαν και χοπλαμά, πηδηχτόν ή αρναούτ το χορό αυτό.
Στο στρογγυλό χορό χορεύονταν τραγούδια όπως:
Έκλουσα χωριά –ν– έκλουσα, κανένα δε μπεγέντισα…
ή Γιαγμούρ γιαγιάρ γιεργιασολούρ
ή το νεοφερμένο από την Πόλη:
Ο ήλιος το φεγγάρι επολεμούσανε,
να μας χωρίσουν θέλαν και δεν μπορούσανε….
Στους παλιότερους αυτούς χορούς τραγουδούσαν πάντα οι δυο πρώτες χορεύτριες –συνήθως νέες– και επαναλάμβαναν το τραγούδι δυο άλλες από τη μέση του χορού, π.χ. η πέμπτη και η έκτη, όχι η τρίτη και τετάρτη. Οι χορεύτριες άλλαζαν θέση μόνο όταν τελείωνε το τραγούδι και χαλούσε για λίγο ο χορός. Ξανάρχιζε αμέσως έπειτα, και τότε μπορούσαν να πάνε άλλες γυναίκες εμπρός για να πουν το δικό τους τραγούδι. Τα παλιά τραγούδια κρατούσαν 15΄-20΄, κάποτε περισσότερο. Έλεγαν και επαναλάμβαναν κάθε στίχο του τραγουδιού μια μόνο φορά.
Στο συρτό χορό τραγουδούσαν δύο, παίζοντας σύγχρονα τα ντέφια,και άλλοι δύο, τρεις, τέσσερις το πολύ, χόρευαν χωρίς να τραγουδούν. Στο συρτό χόρευαν το τραγούδι:
Για μαύρα μάτια χάνομαι, για γαλανά πεθαίνω…
Σ’ αυτόν το χορό, έπειτα από λίγα λεπτά, η πρώτη χορεύτρια επήγαινε τελευταία, παραχωρώντας τη θέση της στη δεύτερη. Το ίδιο έκαναν έπειτα και οι άλλες με τη σειρά. Συρτό χόρευαν και με τα βιολιά, χωρίς να τραγουδούν.
Και στην πόλκα δύο έπαιζαν ντέφι και τραγουδούσαν, και ένα ή δύο ζευγάρια χόρευαν χωρίς να τραγουδούν. Στην πόλκα τραγουδούσαν το:
Τώρα βγήκε νέα μόδα στον απάνω μαχαλά,
να φορένουν τα κορίτσια φαρμπαλά με την ουρά…
Τουρκικοί χοροί ήταν ο καρσιλαμάς και το κεκλίκ. Τον πρώτο τον χόρευαν σε ζευγάρια, παίζοντας τα κουτάλια, ενώ άλλοι έπαιζαν κλαρίνο ή χτυπούσαν ντέφια και τραγουδούσαν. Τα τραγούδια εδώ, και όταν χόρευαν Έλληνες, ήταν πάντα τούρκικα.
Και το κεκλίκ χορευόταν με ντέφια και κουτάλια, από ζευγάρια χορευτές, και είχε δικό του τραγούδι:
Κεκλίκ ενέρ μπαχτσεέ, κουμ ντολντουρούρ μποχτσαγιά
Μποχτσασϋ μπιν αχτσεέ, γκελ γκελ γιανϋμά, κεκλίκ…
Μετάφραση:
Η πέρδικα κατεβαίνει στο περιβόλι, άμμο γεμίζει τη μαντήλα της
Η μαντήλα του χίλιες αχτσέδες· έλα, έλα, κοντά μου, περδικά μου…
Ήταν χορός μιμικός σε πολλά σημεία, όπου οι χορεύτριες έσκυβαν και κουνούσαν το κεφάλι και τα χέρια, τάχα πως έτρωγαν ή σκάλιζαν όπως οι πέρδικες, σηκώνονταν έπειτα όρθιες, κουνιόνταν ζωηρά, έκαναν στροφές, «σαν την πέρδικα».
Και οι Τούρκοι χόρευαν και τραγουδούσαν δικά τους τραγούδια σε στρογγυλό και σε μακρύ χορό, όπως και οι Χριστιανοί. Υπήρχαν μάλιστα τραγούδια που χόρευαν και οι Τούρκοι και οι Χριστιανοί με τον ίδιο τρόπο, όπως το:
Κάλε εμ Κάλεε, σαχύν ουτσουρντούμ
Άχνα βάχνα εμϋρ γκετσιρντίμ…
Μετάφραση:
Από κάστρο σε κάστρο έστειλα γεράκι
Με το αχ και με το βαχ πέρασα τη ζωή μου…
Οι Σινασίτες χόρευαν κυρίως σε γιορτές αρραβώνων, γάμους, επιστροφές ξενιτεμένων, αποκριάτικα γλέντια, την εβδομάδα της Διακαινησίμου, την Πρωτομαγιά και σ’ όλες γενικά τις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές. Τους χορούς τους τούς χώριζαν σε δύο βασικές κατηγορίες, τους κυκλικούς ή ημικυκλικούς που τους λέγαν «τα χορούς» και τους αντικρυστούς «ίσους» ή «γαρσιλαμάδες» που μόνο αυτοί συνοδεύονταν από όργανα. Οι κυκλικοί ήταν πάνδημοι και χορεύονταν ανάλογα με την περίπτωση στον περίβολο της εκκλησίας, στις πλατείες, ή τις αυλές, κυρίως από τις γυναίκες που έλεγαν και το τραγούδι. Ο αντικρυστός χορευόταν σε κλειστούς χώρους, όχι δημόσια από ζευγάρια. Σπάνια χόρευε άντρας με γυναίκα κι αυτό μόνο όταν ήταν στενοί συγγενείς.
Στη Σινασό πανηγύριζαν του Αγίου Γεωργίου, του Προφήτη Ηλία, της Αψηλής Παναγίας (8 Σεπτεμβρίου) και του Αγίου Νικολάου μαζί με τους κατοίκους των γειτονικών χωριών. Τα δύο τελευταία πανηγύρια διαρκούσαν αρκετές ημέρες και το δεύτερο τελείωνε με μια θεατρική παράσταση.
Χαρακτηριστικά σινασίτικα κάλαντα ήταν οι «αβαγιοί» που τα έλεγαν την Κυριακή των Βαΐων οι ηλικιωμένες γυναίκες στα παιδάκια για να τα προετοιμάσουν για τη σκληρή νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας, ενώ κουνούσαν παράλληλα ένα μαύρο αγκαθωτό ξύλο, όπου ήταν μπηγμένα διάφορα φρούτα και ξηροί καρποί.
Αναφέρω τέλος ότι στη Σινασό χορευόταν κάποτε στο πανηγύρι του Αγίου Νικολάου και ο λεγόμενος «δίπατος» χορός, κατά τον οποίον οι χορευτές σχημάτιζαν δυο-τρεις κύκλους και γύριζαν με αργά βήματα πατώντας ο ένας πάνω στους ώμους του άλλου. Τέτοιοι αλλόκοτοι χοροί έχουν επισημανθεί κι αλλού στην Καππαδοκία, αλλά και σε άλλα μέρη δικά μας και ξένα (π.χ. Θεσσαλία, Ερζεγοβίνη, Γεωργία, Πορτογαλία) και η προέλευσή τους, θα πρέπει να χάνεται στα βάθη των αιώνων.
Οι Φαρασιώτες το χορό τον έλεγαν «παίξιμο», πιθανόν μετάφραση από τα τουρκικά, όπου χορός και παιχνίδι αποδίδονται με την ίδια λέξη: ογιούν (oyun: χορός και παιχνίδι, oynamak: χορεύω και παίζω). Οι Έλληνες αντίστοιχα, λένε πως τα όργανα «παίζουν», γνωστή η φράση: «παίξετε βιολιτζήδες, βαράτε νταούλια». Οι γυναικείοι χοροί είναι πάντοτε αργόσυρτοι με ελαφρά κλίση της κεφαλής σε ένδειξη σεβασμού και αιδημοσύνης. Με τα χέρια πότε απλωμένα και πότε μαζεμένα στη μέση, στο ύψος του αφαλού.
Στους χορούς κατά ζεύγη, άντρες ή γυναίκες, χορεύουν πάντοτε σιωπηλοί. Τραγουδούν οι καθήμενοι, μόνοι τους ή με τη συνοδεία μουσικών οργάνων. Οι χορευτές τραγουδούν στους ομαδικούς χορούς. Επειδή οι Φαρασιώτες γιόρταζαν ομαδικά με χριστιανούς από τουρκόφωνα χωριά αλλά και με φίλους από γειτονικά τούρκικα, τα περισσότερα κοινά τραγούδια, κυρίως του «εγλεντζέ», αλλά ακόμη και πολλά θρησκευτικού περιεχομένου, διασώθηκαν μόνο στην τουρκική παραλλαγή.
Στους χορούς κατά ζεύγη (αντικρυστοί-καρσιλαμάδες), χορεύουν άντρες ή γυναίκες μεταξύ τους. Μόνον αντρόγυνα ή πολύ κοντινοί συγγενείς επιτρέπεται να χορέψουν αγόρι με κορίτσι. Στους ομαδικούς χορούς συνήθως «παίζουν» χωριστά άντρες και γυναίκες. Μια γυναίκα μπορούσε να «πιαστεί» στο χορό, μόνον ανάμεσα σε πολύ κοντινούς συγγενείς.
Ποτάμια: Κωμόπολις κειμένη προς Ανατολάς της Μαλακοπής. Κατοικείται υπό εννεακοσίων περίπου ψυχών ων 800 Χριστιανοί Ορθόδοξοι διατηρούντες δημοτικήν σχολήν μετά μιας τάξεως Ελληνικού σχολείου.
Σινασός: Κείται προς νότον και εις απόστασιν μιας σχεδόν ώρας του Προκοπίου. Έχει 5.000 κατοίκους, ων 4.000 Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Συντηρούσι πλήρη αστικήν σχολήν μετά μιας γυμνασιακής τάξεως αμφοτέρων των φύλων.
Σύλατα: Κάτοικοι 1.100 (Έλληνες 800, Τούρκοι 300). Κείται δυο ώρας μακράν της Νεαπόλεως. Το σύνολον των μαθητών, του μεν Ελληνικού σχολείου ανέρχεται εις 35, του δε δημοτικού μετά των κορασίων άνω των 70.
(Τα στατιστικά στοιχεία για τους κατοίκους των Συλάτων προέρχονται από τη Γεωγραφία της Μικράς Ασίας του Π. Μ. Κοντογιάννη, Αθήναι 1921).
Φάρασα: Τα Φάρασα αποτελούνταν από το Βαρασό και τα έξι ελληνόφωνα χωριά (περίπου 1500 οικογένειες κατά την ανταλλαγή). Βλ. σημείωμα του Ιορδάνη Παπαδόπουλου.
Φλοϊτά (Φλογητά): Κωμόπολις κειμένη προς Δυσμάς της Μαλακοπής και απέχουσα αυτής μίαν ώραν, των δε Συλάτων δύο ώρας. Έχει 3.200 κατοίκους, 2.800 Χριστιανοί Ορθόδοξοι, οι οποίοι πάντες είναι αγράμματοι στερούμενοι σχολείου, μη εξαιρουμένων μηδέ και αυτών των ιερέων.
Διαβάζοντας τις σημειώσεις του Γιώργου Σεφέρη για το τριήμερο ταξίδι του στα μοναστήρια της Καππαδοκίας, σχεδόν εξαφανίζεται το «εγώ» (με ό,τι αυτό σέρνει πίσω του), και χωρίς να το επιθυμείς ταξιδεύεις στο Μακρυγιαννικό «εμείς». Διαβάζουμε στις σελίδες 15 και 16 (ό.π., βλ. βιβλιογραφία): «... Στις 11.30', Κιρσεχίρ. Στη 1μ.μ., διακλάδωση μετά το Μουτζούρ. Εδώ αφήσαμε τη μεγάλη δημοσιά που πάει στην Καισάρεια, για να τραβήξουμε, αριστερά, κατά το Αβανός. Λίγα χιλιόμετρα ώς το Χατζή Μπεκτάς, τον τόπο προσκυνήματος του ομώνυμου ιδρυτή των Μπεκτασήδων, και, κάπως, των Γιανιτσάρων. [...] Λίγο πιο βορινά, βρίσκεται ο Άγιος Προκόπιος, που μνημονεύεται στους επισκοπικούς καταλόγους του Λέοντα του Σοφού’ το Προκόπι, όπως το ’λεγαν πριν την Ανταλλαγή. Ως την εποχή εκείνη ήταν, φαντάζομαι να είναι και τώρα, μια σημαντική κωμόπολη' εμπορικό κέντρο του τόπου, με είκοσι ώς τριάντα χιλιάδες κατοίκους, τους περισσότερους Έλληνες.», ή στη σελίδα 18: «... Στην καρδιά του καλοκαιριού, κι ο αγέρας ήταν δροσερός και ζωοδότης, όπως δεν τον ένιωσα ποτέ στα στεγνά μέρη της Γαλλογραικίας. Το φως που δυνάμωνε έδινε στους κώνους και στα βαριά παραπετάσματα των βράχων βαφές αλαφριές γκρίζες, ρόδινες ή χρυσές. Ο ουρανός είχε ένα θαυμάσιο μαβί. Λίγο πιο πέρα, τ’ απομεινάρι ενός μικρού θόλου προστάτευε ακόμη με τρυφερότητα, όπως θα το είχες κάνει με την παλάμη σου, την ξεβαμμένη στόριση ενός Αϊ-Γιώργη Καβαλάρη. Αραιά, όπου βρισκόταν λίγο χώμα, αυτό το άσπρο χώμα της Καππαδοκίας, αχλαδιές, κολοκυθιές, βερικοκιές, αμπέλια.» [...]
Χρονολογίες, ονόματα, περιοχές, συναισθήματα, όλα διαφορετικά στον αφρό τους, ίδια μαγιά όμως στον πάτο τους: οι άνθρωποι, χωρίς επιθετικούς ή άλλους προσδιορισμούς.
Ακριβώς η ίδια εντύπωση δημιουργήθηκε και σε μένα αλλά και στους μουσικούς, τραγουδιστές που «έβαλαν» στα δάχτυλα και στα χείλη τους τα άγνωστα καππαδοκικά τραγούδια, έτσι όπως τα τραγούδησαν το 1930 οι ίδιοι οι Καππαδόκες. Και χρωστάμε χάρη στη Δόμνα Σαμίου, όχι μόνο για την ερμηνεία της στα τρία τραγούδια, αλλά και για την επιμονή της να τα εκδώσουμε με τους αυθεντικούς τραγουδιστές. Έτσι, χωρίς να το έχουμε σχεδιάσει, υπάρχει σ’ αυτό το cd η «συνέχεια του νήματος της δημιουργίας των ανθρώπων». Από τη μια μεριά, οι ίδιοι οι κάτοικοι αυτών των περιοχών μάς συναρπάζουν με τη δύναμη της αυθεντικής και ανεπιτήδευτης έκφρασής τους και, από την άλλη, νέοι μουσικοί με βαθύ σεβασμό σ’ οτιδήποτε αληθινό, πιστοποιούν την πιο πάνω φράση περί συνέχειας.
Οι Φίλοι του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους σε όλους τους συντελεστές της σύγχρονης ηχογράφησης, για την ευαισθησία με την οποία προσέγγισαν τα τραγούδια που τους δόθηκαν.
Βιβλιογραφία
Ακαδημία Αθηνών, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια (Εκλογή), τ. Α΄, Αθήναι 1962.
Δραγούμης Μάρκος, Ογδόντα Πέντε Δημοτικές Μελωδίες από τα Κατάλοιπα του Νικολάου Φαρδύ, Αθήνα 1991.
Θεοδωρίδης Θεόδωρος (αιδεσιμότατος), Τραγούδια των Φαράσων, Αθήνα, χ.χ. (πολυγραφημένο).
Θέρος Άγις, Τα Τραγούδια των Ελλήνων, τ. Α΄- Β΄, Αθήνα 1952.
Κοντογιάννης Παντελής, Γεωγραφία της Μικράς Ασίας, Αθήναι 1921 (Ανατύπωση 1995).
Κωστάκης Θανάσης, Η Ανακού, Αθήνα 1963.
Λαμπρόπουλος Ευάγγελος, Φάρασα, Μεσσήνη 1994 (πολυγραφημένο).
Λουκόπουλος Δ. – Πετρόπουλος Δ., Η Λαϊκή λατρεία των Φαράσων, Αθήνα 1949.
Μερλιέ Μέλπω, Η Μουσική Λαογραφία στην Ελλάδα, Αθήνα 1935.
Μερλιέ Μέλπω, Το Αρχείο της Μικρασιατικής Λαογραφίας, Αθήνα 1948.
Παχτίκος Γεώργιος, 260 Δημώδη Ελληνικά Άσματα, Αθήναι 1905 (Ανατύπωση 1982).
Πετρόπουλος Δημήτριος, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, τ. Α΄- Β΄, Αθήνα 1958-9.
Πολίτης Νικόλαος, Εκλογαί από τα Τραγούδια του Ελληνικού λαού, έκδοση 6η, Αθήναι 1969.
Ράφτης Άλκης, Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Χορού, Αθήνα 1995.
Σαραντίδης-Αρχέλαος Ι., Η Σινασός, Αθήναι 1899.
Σεφέρης Γιώργος, Τρεις μέρες στα Μοναστήρια της Καππαδοκίας, Κ.Μ.Σ., β΄ έκδοση, Αθήνα 2000.
Σούμπαση Σοφία, Ο Μακρουλός Χορός, [Αθήνα] 1991(πολυγραφημένο).
Σωφρονιάδης Σωφρόνης, Η Σινασός της Καππαδοκίας και τα Δημοτικά της Τραγούδια, Αθήνα 1958.
Τακαδόπουλος Λάζαρος, Η Σινασός που έσβυσε, Αθήνα 1982.
Φαρασόπουλος Συμεών, Τα Σύλατα, Αθήναι 1895.
Baud-Bovy Samuel, Δοκίμιο για το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι, Ναύπλιο 1984.
Hunt Yvonne, Traditional Dance in Greek Culture, Athens 1996.
Σημείωση
- Οι στίχοι των τραγουδιών που απαγγέλθηκαν χωρίς μουσική τοποθετούνται σε αγκύλες.
- Οι μουσικές αναλύσεις γίνονται με την υπόθεση ότι οι νότες των μελωδιών, αν δεν έχουν τέτοιο τονικό ύψος ώστε να μπορούν να γραφτούν χωρίς -ή με- τις λιγότερες δυνατές υφεσοδιέσεις, αντιμετωπίζονται σαν να έχουν μεταφερθεί στο τονικό ύψος που διευκολύνει την απλούστερη δυνατή γραφή τους. λ.χ. όταν είμαστε στον τρόπο του ντο και γράφουμε μι (ή κάποια άλλη νότα) εννοούμε την τρίτη βαθμίδα του, εκεί όπου τη γράφουμε ή σε οποιαδήποτε από τις δυνατές θέσεις που μπορεί να πάρει αυτή η νότα κατά τη μεταφορά του τρόπου της προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Αυτό γίνεται για την διευκόλυνση του αναγνώστη. Δεν χρειάζεται βέβαια να υπογραμμίσουμε ότι οι τόνοι και τα ημιτόνια της μουσικής μας, όπως γενικότερα στην Ανατολή, δεν είναι συγκερασμένα (όπως του πιάνου), ούτε όλα ίσα μεταξύ τους.
- Σε όλους σχεδόν τους τρόπους της μουσικής μας οι μεσαίοι φθόγγοι των τετραχόρδων ή πενταχόρδων, κατά την πορεία του μέλους οξύνονται ή βαρύνονται βάσει του νόμου της έλξεως, όπου οι ακραίες νότες παρουσιάζονται σταθερές (εστώσες) και οι μεσαίες μεταβλητές (κινούμενες). Το φαινόμενο αυτό υπήρχε και στην μουσική της κλασικής αρχαιότητας.
Συντελεστές
Τραγουδιστές
- Δόμνα Σαμίου (Τραγούδι),
- Λυδία Κονιόρδου (Τραγούδι),
- Κατερίνα Παπαδοπούλου (Τραγούδι),
- Ροδή Τομουρτζιούκ Γκιούλ (Τραγούδι)
Συντελεστές παραγωγής
- Μάρκος Φ. Δραγούμης (Επιμέλεια ενθέτου, παραγωγής, έκδοσης ),
- Θανάσης Μωραΐτης (Επιμέλεια ενθέτου, παραγωγής, έκδοσης ),
- Σωκράτης Σινόπουλος (Επιμέλεια ορχήστρας)
Τραγούδι
- Δόμνα Σαμίου (Χήρα παιδίν εγέννησε, Ιννιάι μαστόροι, Μαλαματένιος αργαλειός),
- Χαρίκλεια Κανάκη (Κάλαντα Πρωτοχρονιάς (Καππαδοκίας), Παρακαλώ σε, Παναγιά, Τραγούδι της πομπής του γάμου),
- Λυδία Κονιόρδου (Έπαρ' σινιά, Πιάτε το χορό, Δυο ήλια δυο φεγγάρια, Νανούρισμα),
- Παναγιώτης Κουντεπερίδης (Λατρευτικό τραγούδι των Φώτων, Πασχαλινό, Χορευτικό πομπικό τραγούδι),
- Κατερίνα Παπαδοπούλου (Ο σκλάβος αναστέναξεν, Αγιώρ' Αγιώρ' αφέντη μου, Σήμερις είν' η μέρα μας),
- Ροδή Τομουρτζιούκ-γκιούλ (Μην κλαις (Aĝlama), Εγώ, το άλογό μου (Ben atimi)),
- Μαρία Τουργούτη (Ήρτανε γιορτές),
- Παρασκευάς Τσαλόγλου (Μεζαρτζίκ) (Κάλαντα Λαζάρου - Βαΐων - Φώτων),
- Άννα Τσικλιτάρη (Ιστορία του Αλεξίου),
- Λάζαρος Χατζίνης (Λατρευτικό τραγούδι των Φώτων, Πασχαλινό, Χορευτικό πομπικό τραγούδι),
- Μαρία Χατζηθεοδώρου (Κάτω στον Αϊ-Γιάννη, Τώρα λάμψαν τα σπίτια μας, Σαν τηλ μάνα, Τρει άρχοντοι),
- Αναστασία Χουρμουζιάδη (Απόψι τα μεσάνυχτα, Εβράδυν παλιόβραδυν)
Βιολί
- Γιώργος Μαρινάκης (Μαλαματένιος αργαλειός, Ο σκλάβος αναστέναξεν, Αγιώρ' Αγιώρ' αφέντη μου, Πιάτε το χορό, Μην κλαις (Aĝlama), Σήμερις είν' η μέρα μας, Εγώ, το άλογό μου (Ben atimi), Δυο ήλια δυο φεγγάρια)
Πολίτικη λύρα
Κανονάκι
- Πάνος Δημητρακόπουλος (Χήρα παιδίν εγέννησε, Ιννιάι μαστόροι, Μαλαματένιος αργαλειός, Αγιώρ' Αγιώρ' αφέντη μου, Μην κλαις (Aĝlama), Σήμερις είν' η μέρα μας, Εγώ, το άλογό μου (Ben atimi))
Λάφτα
- Σωκράτης Σινόπουλος (Μαλαματένιος αργαλειός, Αγιώρ' Αγιώρ' αφέντη μου, Μην κλαις (Aĝlama), Σήμερις είν' η μέρα μας, Εγώ, το άλογό μου (Ben atimi), Δυο ήλια δυο φεγγάρια)
Σάζι
- Σωκράτης Σινόπουλος (Χήρα παιδίν εγέννησε, Ιννιάι μαστόροι, Έπαρ' σινιά, Πιάτε το χορό),
- Κυριάκος Ταπάκης (Αγιώρ' Αγιώρ' αφέντη μου, Μην κλαις (Aĝlama), Σήμερις είν' η μέρα μας, Εγώ, το άλογό μου (Ben atimi))
Κεμανές
Ούτι
- Κυριάκος Ταπάκης (Χήρα παιδίν εγέννησε, Ιννιάι μαστόροι, Μαλαματένιος αργαλειός, Έπαρ' σινιά, Πιάτε το χορό, Δυο ήλια δυο φεγγάρια)
Τουμπελέκι
Μπεϊντίρ
- Μανούσος Κλαπάκης (Χήρα παιδίν εγέννησε, Αγιώρ' Αγιώρ' αφέντη μου, Μην κλαις (Aĝlama), Εγώ, το άλογό μου (Ben atimi))
Νταϊρέ
Ζίλια
Κουτάλια
Πληροφορητής/τρια
- Χαρίκλεια Κανάκη (Κάλαντα Πρωτοχρονιάς (Καππαδοκίας), Παρακαλώ σε, Παναγιά, Τραγούδι της πομπής του γάμου),
- Παναγιώτης Κουντεπερίδης (Λατρευτικό τραγούδι των Φώτων, Πασχαλινό, Χορευτικό πομπικό τραγούδι),
- Μαρία Τουργούτη (Ήρτανε γιορτές),
- Παρασκευάς Τσαλόγλου (Μεζαρτζίκ) (Κάλαντα Λαζάρου - Βαΐων - Φώτων, Εγώ, το άλογό μου (Ben atimi)),
- Άννα Τσικλιτάρη (Ιστορία του Αλεξίου),
- Λάζαρος Χατζίνης (Λατρευτικό τραγούδι των Φώτων, Πασχαλινό, Χορευτικό πομπικό τραγούδι),
- Μαρία Χατζηθεοδώρου (Κάτω στον Αϊ-Γιάννη, Τώρα λάμψαν τα σπίτια μας, Σαν τηλ μάνα, Τρει άρχοντοι),
- Αναστασία Χουρμουζιάδη (Απόψι τα μεσάνυχτα, Εβράδυν παλιόβραδυν, Αγιώρ' Αγιώρ' αφέντη μου, Δυο ήλια δυο φεγγάρια)