Βρίσκεστε στο: Κεντρική σελίδα Το έργο της Συναυλίες Η γνωστή και η άγνωστη Δόμνα

Η γνωστή και η άγνωστη Δόμνα

Πληροφορίες
- Περίοδος: 29/10/1998
- Τόπος Συναυλίας: Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αίθουσα Φίλων της Μουσικής
- Παραγωγή-Οργάνωση: Oργανισμός Mεγάρου Mουσικής Aθηνών
Λίγα λόγια γι’ απόψε
Θα ήθελα να σας εξηγήσω τους λόγους που με έκαναν να καλέσω απόψε για να τραγουδήσουμε μαζί ορισμένους φίλους και συναδέλφους.
Πρώτα τον Λυκούργο Αγγελόπουλο: είμαστε μαθητές και οι δύο του ίδιου δάσκαλου, του Σίμωνα Καρά, σε διαφορετικές χρονιές. Ακολουθήσαμε τα αχνάρια του. ο Λυκούργος στη βυζαντινή μουσική κι εγώ στο δημοτικό τραγούδι.
Ό,τι έχω προσφέρει μέχρι σήμερα για τη διάσωση και διάδοση του παραδοσιακού μας τραγουδιού το οφείλω στον δάσκαλό μου Σίμωνα Καρά, γιατί εκείνος μου μετέδωσε τις γνώσεις και την πολύτιμη εμπειρία του.
Αν στον δάσκαλό μου οφείλω τη γνώση, στον Διονύση Σαββόπουλο χρωστώ το ξεκίνημα των εμφανίσεών μου μπροστά στο κοινό. Ήταν το 1971 στην μπουάτ RODEO και αργότερα στο ΚΥΤΤΑΡΟ όπου με φώναξε για να παρουσιάσω -μαζί με τους τότε μουσικούς μου συνεργάτες- παραδοσιακά τραγούδια, τα οποία οι περισσότεροι -και κυρίως οι νεαροί φοιτητές που αποτελούσαν το κοινό του- αγνοούσαν.
Τότε ήταν που τραγουδήσαμε πρώτη φορά μαζί τον «Καραγκιόζη», κι από μας πρωτάκουσε ο Διονύσης τα θρακιώτικα «Λιανοχορταρούδια» κι έγραψε τη δική του «Μαύρη θάλασσα».
Την Ελευθερία Αρβανιτάκη τη γνώρισα πριν από πολλά χρόνια όταν συνεργαζότανε με την Οπισθοδρομική Κομπανία και μας εντυπωσίαζε όλους με το ταλέντο της, το πάθος της για τη ρεμπέτικη μουσική και το ήθος της. Από τότε την παρακολουθώ και χαίρομαι πολύ για την εξέλιξή της. Σκέπτομαι πως αν δεν είχα τάξει τον εαυτό μου ολόψυχα στην παραδοσιακή μουσική, θα ήμουνα τώρα μια ερμηνεύτρια του παλιού καλού ρεμπέτικου τραγουδιού.
Εκτός από τους αξιόλογους και χαρισματικούς μουσικούς που συνεργάζονται μόνιμα μαζί μου, τον Νίκο και τον Κώστα Φιλιππίδη, τον Σωκράτη Σινόπουλο,. τον Γιώργο Γευγελή, τον Παναγιώτη Δημητρακόπουλο, σπανιότερα τον Οικονομίδη και τον Βαγγέλη Καρίπη και για πρώτη φορά την Αγγελίνα Σταθοπούλου, για την αποψινή βραδιά κάλεσα και δύο σπουδαίους μουσικούς από την Κωνσταντινούπολη: τον Φαχρεττίν Τσιμενλί και τον Βολκάν Γιλμάζ. Ο Φαχρεττίν παίζει ταμπουρά και τοξωτό ταμπουρά. ο Βολκάν, νέι, τη μακριά καλαμένια φλογέρα.
Τοξωτό ταμπουρά έπαιζε παλιά στη Βέροια ο κύριος Βαφείδης, φίλος και συνεργάτης του Σίμωνα Καρά. Από τον κύριο Βαφείδη είχε μάθει πολλά τραγούδια της Μακεδονίας, που στη συνέχεια μας τα δίδαξε. Σήμερα, στην Ελλάδα, ζήτημα είναι αν ένας ή δύο νέοι μουσικοί ασχολούνται με το όργανο αυτό, και θα είναι η πρώτη φορά, τα τελευταία χρόνια, που τοξωτός ταμπουράς θα συνοδεύσει ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια.
Ο Φαχρεττίν Τσιμενλί γεννήθηκε το 1934. Είναι μέλος της Ορχήστρας της Τουρκικής Ραδιοφωνίας, όπου παίζει τοξωτό ταμπουρά περισσότερο από 30 χρόνια, και της Κρατικής Χορωδίας Κλασικής Τουρκικής Μουσικής της Πόλης, όπου παίζει ταμπουρά. Έχει λάβει μέρος σε πολλές συναυλίες και ηχογραφήσεις στην Τουρκία και στο εξωτερικό. Ο Βολκάν Γιλμάζ είναι μόλις 23 ετών. Σπούδασε μουσική στο Κρατικό Ωδείο Τουρκικής Μουσικής της Πόλης κοντά στον δάσκαλο του νέι Σα λίχ Μπιλγκί. Είναι κι αυτός μέλος της Ορχήστρας της Τουρκικής Ραδιοφωνίας και παράλληλα συνεχίζει τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Έχει πάρει μέρος σε διάφορα φεστιβάλ στην Τουρκία και το εξωτερικό.
Δόμνα Σαμίου (1998)
Ακριβή παραμυθία
Δεν χρειάζεται να διαθέτει κανείς ιδιαίτερη παρατηρητικότητα για να διακρίνει στο πρόσωπο της Δόμνας Σαμίου το πάθος, τους ξεκάθαρους στόχους και τη φροντίδα ακόμα και για την τελευταία λεπτομέρεια που αφορά τη δουλειά της.
Μεγάλωσε στα σκληρά χρόνια που η μοίρα επεφύλαξε στους ξεριζωμένους Ίωνες. Ωστόσο, όπως συμβαίνει σε κάθε δοκιμασία, η παρηγοριά και το «θαρσείν χρη» βρίσκουν έδαφος και ευδοκιμούν με πολλούς τρόπους στις καρδιές των ανθρώπων. Ανάμεσα στα άλλα τους κειμήλια, οι μικρασιάτες πρόσφυγες φύλαξαν και τα τραγούδια τους, ακριβή παραμυθία και βάλσαμο στην πίκρα, τα βάσανα και την ψυχική δοκιμασία. Στη δεκαετία του ᾽30, που η Δόμνα δέχεται, ως παιδί, τα ερεθίσματα που χαράζουν τις πρώτες γραμμές του μεγάλου σχεδίου της ανθρώπινης ψυχής, τόσο στο δικό της στενότερο όσο και στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, το δημοτικό τραγούδι και τα διάφορα ζητήματα που συνδέονται μ’ αυτό λαμβάνουν μια ιδιαίτερη και πρωτοφανέρωτη στην ιστορία του βαρύτητα.
Είχαν ήδη ξεκινήσει –και συνεχίζονταν– συζητήσεις αλλά και διαμάχες ανάμεσα στους λόγιους μουσικούς (Καλομοίρης, Λαμπελέτ, Βάρβογλης, Ψάχος κ.ά.), οι οποίες έθεταν πολλαπλά θέματα που αφορούσαν έμμεσα ή άμεσα την «εθνική» μουσική και φυσικά το δημοτικό τραγούδι, κι ακόμα είχαν αρχίσει να φαίνονται οι νέες προοπτικές που άνοιγε η τεχνολογία στην καταγραφή και τη μελέτη της δημοτικής μουσικής με την εμφάνιση του φωνογράφου.
Οι εφαρμογές της εξέλιξης αυτής άρχισαν να γίνονται αισθητές στην Ελλάδα λίγο πριν από τη δεκαετία του ᾿30 και υπήρξαν καταλυτικές για τη δημοτική μουσική. Τότε πραγματοποιήθηκαν οι ιστορικές καταγραφές τόσο του Συλλόγου Δημοτικών Τραγουδιών, που ιδρύθηκε το 1930 με σκοπό την ηχογράφηση δημοτικής μουσικής σε δίσκους, με αυστηρά λαογραφικά κριτήρια, όσο και η ανάλογη του Σίμωνος Καρά στα 1936.
Οι δραστηριότητες αυτές μας άφησαν έναν ικανό αριθμό πολύτιμων ηχογραφήσεων και, από μια άλλη άποψη, μπορούμε να πούμε ότι κήρυξαν πανηγυρικά την έναρξη ενός αγώνα όχι μόνο υπέρ του εντοπισμού της προβολής και διατήρησης των μνημείων του λαϊκού πολιτισμού, αλλά και εναντίον του κινδύνου της παραμόρφωσης, που εμπεριείχε η άκριτη εμπορευματοποίησή τους. Δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που, είτε στο προσκήνιο, είτε στο παρασκήνιο, στρατεύτηκαν στα κατοπινά χρόνια στον αγώνα αυτόν. Ένας από τους πιο δραστήριους και αποτελεσματικούς είναι η Δόμνα Σαμίου.
Αρκετά νωρίς, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, βρέθηκε ανάμεσα στους μαθητές του Συλλόγου προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής, όπου είχε την ευκαιρία να μελετήσει και να γνωρίσει τα μυστικά του δημοτικού τραγουδιού με δάσκαλο τον Σίμωνα Καρά. Από το 1954, που αρχίζει να εργάζεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, αφιερώνεται σε ένα μεγάλο και δύσκολο έργο, που περιλαμβάνει, εκτός από τη μελέτη της ερμηνείας, την καταγραφή, την ταξινόμηση και την προβολή του υλικού που η ίδια συλλέγει ταξιδεύοντας συνεχώς ακόμη και στα πιο μακρινά και δύσβατα μέρη της Ελλάδας. Στα 1960 η δραστηριότητά της εκτείνεται και στον τομέα της παραγωγής δίσκων.
Από το 1971 μάλιστα που αποχωρεί από τη ραδιοφωνία, οι προσπάθειές της εντείνονται, αποφέροντας πλούσια συγκομιδή μουσικολαογραφικού υλικού. Για πρώτη φορά εμφανίζεται ως ερμηνεύτρια το 1971. Το κοινό την υποδέχεται όχι απλώς θετικά –σαν μια ακόμη καλή φωνή στο δημοτικό τραγούδι– αλλά επιπλέον αναγνωρίζει την όλη προσπάθειά της ως πράξη πίστεως, γεγονός που την ξεχωρίζει και της παραχωρεί την ανάλογη θέση στη γενική εκτίμηση.
Η εμπειρία και η γνώση αυτή γίνεται αργότερα πολύτιμη βάση και αφετηρία για τη δημιουργία μιας μοναδικής για την εποχή σειράς ντοκιμαντέρ (Μουσικό Οδοιπορικό) για λογαριασμό της κρατικής τηλεόρασης.
Με το πέρασμα του χρόνου, η αντίληψη που επικρατεί για τη δημοτική μουσική στα μέσα ενημέρωσης (δίσκοι, ραδιόφωνο, τηλεόραση) περιορίζεται σε μια μάλλον κενή γραφικότητα που εξυπηρετεί εμπορικούς μόνο στόχους. Οι «εκλαϊκεύσεις» αφυδατώνουν την παράδοση και την καθιστούν όχι μόνο νεκρό γράμμα αλλά και επικίνδυνη. Γιατί το μόνο που της μένει είναι η γραφικότητα, μια γραφικότητα που δεν είναι σε θέση να μας δείξει το πραγματικό μας πρόσωπο, ούτε να μας συνδέσει ουσιαστικά με την παράδοση.
Όσο το βαθύτερο νόημα και η αξία της παράδοσης χάνεται πίσω από απλοϊκά σχήματα και ποικίλες αλλά ξένες προς αυτήν σκοπιμότητες, τόσο περισσότερο επιτακτική γίνεται η ανάγκη να αποκαλυφθεί και να φωτιστεί η ομορφιά, η χάρη και η χρησιμότητά της στη σύγχρονη κοινωνία. Στον αγώνα αυτόν, και μάλιστα στις πρώτες γραμμές του, η Δόμνα Σαμίου ξεχωρίζει για τη δράση της. Οι συναυλίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό, η έρευνα, οι καταγραφές, οι εκδόσεις, και πάνω απ’ όλα το πάθος και η διαθεσιμότητά της στην προσπάθεια αυτή, την κάνουν άξια της πιο μεγάλης τιμής που οφείλεται σε αφοσιωμένους ανθρώπους.
Γιώργος Ε. Παπαδάκης (1998)
Είναι οι καρδιές μου ένας αρμαθός, τις άπλωσα στον ήλιο*
Σε μια έκθεση για την Ινδία, όπου έτυχα πριν από αρκετά χρόνια, στο εθνογραφικό μουσείο κάποιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας, μουσειολόγοι και εθνολόγοι με έμπνευση είχαν έξοχα «αναπαραστήσει» τμήμα ενός μικρού ινδικού χωριού, προσπαθώντας να συμπεριλάβουν με λειτουργικότητα τα χαρακτηριστικά στοιχεία του τοπικού «παραδοσιακού» πολιτισμού. Χάμω, σε μια γωνιά του αγροτόσπιτου, δίπλα στην κόγχη της λατρείας με τις εικόνες των θεών, τα κεριά, τα λουλούδια και τα θυμιάματα που ευωδίαζαν, ένα σαραβαλιασμένο ραδιόφωνο με λυχνίες ακουγόταν βραχνά, σαν ξεχασμένο, στο άδειο δωμάτιο. Έπαιζε ένα τραγούδι των Μπητλς. Ο ανοίκειος ήχος μεταμόρφωνε τον, άψογα βέβαια, «στημένο» χώρο σε «τόπο» της φαντασίας και της αλήθειας. Η επινοημένη «παραφωνία», που αποκάλυπτε έναν προβληματισμό αισθητικού αλλά και επιστημονικού περιεχομένου σχετικά με την προσέγγιση της παράδοσης, απαλλαγμένον από την τροχοπέδη της στερεότυπης αντίληψης και του μέσου γούστου, ήταν αυτό που περισσότερο συνέβαλλε στη δημιουργία μιας γοητευτικής ατμόσφαιρας διακριτικής αληθοφάνειας. Μέσα σ’ αυτή τη μουσική, τα στοιχεία του πολιτισμού που περιέκλειε εκείνο το πλίθινο σπιτάκι έχαναν τον εξωτισμό που θα προσέδινε πιθανόν ο ήχος του σιτάρ, αλλά αποκτούσαν και ανέδυαν όλη τη δύναμη μιας πορείας αιώνων μέσα απ’ την πίστη και τη φτώχεια, που έκανε τον απόντα απ’ τη σκηνή ινδό χωρικό να μπορεί άφοβα να ανταμωθεί με τη μουσική των παιδιών από το Λίβερπουλ.
Εντυπωσιασμένη από το μουσειογραφικό εύρημα –πρωτότυπο για τα χρόνια εκείνα– θυμάμαι πως σκέφτηκα ότι ίσως αυτό που δεν περιμένουμε, το μη αυτονόητο, το αναπάντεχο, όταν έχει αισθητική ποιότητα και καίριο συμβολισμό, κάνει πιο πρόδηλη την ουσία του σημαινόμενου, αποκαλύπτει πιο εύστοχα ό,τι σθεναρά το συνέχει. Με τη μνήμη εκείνη έχει μπλεχτεί μια από τις ανεξίτηλες εικόνες της Δόμνας, και τις πιο έντονες: στη Μονεμβασιά με πανσέληνο, με ανεξιχνίαστα αισθήματα αλλά κεφάτη και χαλαρή, να τραγουδάει για την παρέα τραγούδια της Βέμπο. Στον απόηχο της μουσικής εκείνης απόλαυσης κατάλαβα τότε πως, όταν η μαεστρία της παίζει στις άγνωστες άκρες του κεφιού της, φωτοσκιάζει αναδεικνύοντας καλύτερα τον στιβαρό όγκο του Έργου με το οποίο όλοι την έχουμε ταυτίσει, και το οποίο υπηρετεί με αφοσίωση απαρέγκλιτη, που φαίνεται τόσο αυτονόητη ώστε συχνά να μη συνειδητοποιούμε τη σημασία του. (Αλήθεια, γιατί να θεωρείται αυτονόητο ότι μια τέτοια φωνή «τάχτηκε» ισόβια στον αχάριστο χώρο του δημοτικού τραγουδιού;)
Όταν ακούω να τραγουδάει μ’ αυτή τη φωνή οποιοδήποτε άλλο είδος τραγουδιού, βάζοντας και σ’ αυτό, έτσι πρόσκαιρα, τη σφραγίδα της, κατανοώ το βάρος και τη σημασία της επιλογής και, γιατί όχι, της θυσίας της.
Αυτό που είναι πιο εντυπωσιακό, για όσους κυρίως τη γνωρίζουμε από κοντά στη ζωή και στη δουλειά, είναι πως και η ίδια η Δόμνα δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί τη σημασία αυτού που αντιπροσωπεύει και του έργου που επιτελεί. Το διαρκές αίσθημα ενός ανεξόφλητου χρέους, η αγωνία της για το χρόνο που φεύγει γρήγορα, αφήνοντάς την να νιώθει πως δεν έχει κάνει ή δεν θα προλάβει να κάνει «όσα πρέπει», μας κάνουν να το υποπτευόμαστε.
Όλα μαρτυρούν πως στην προσωπική της ιστορία, στην καταγωγή της, στην ξεριζωμένη προσφυγιά της νιότης της με τη σκληρή ζωή και τον βουβό πόνο, οφείλεται αυτή η άσβεστη δίψα, η φλόγα, η ακούραστη δύναμη, η συνεχής αναζήτηση που τη χαρακτηρίζουν, σαν αυτά να είναι η μόνη διαμαρτυρία και η μόνη αντίσταση στη φθορά και στη λήθη, η μόνη εφικτή επανόρθωση της καταστροφής.
Με το ήθος της αψιμυθίωτης φυσικής παρουσίας της και τη ρωμαλέα φωνή της να αποκαλύπτουν τη μυστική ουσία των τραγουδιών, αποτίει ουσιαστικά φόρο τιμής σ’ όλους εκείνους που τ’ άκουσαν και τα τραγούδησαν μέχρι να φτάσουν στην ίδια, αφού στο προσφυγικό –άρα ιδιαίτερης και ειδικής ευαισθησίας– περιβάλλον όπου μεγάλωσε πρωτόμαθε να τραγουδάει και κυρίως ν’ ακούει, ακολουθώντας την από αιώνες νενομισμένη διαδικασία μετάδοσης της προφορικής παράδοσης.
Πιστή σ’ αυτή τη σχέση τιμής και χρέους, διακηρύσσει σταθερά, με γνώση και αυτοπεποίθηση, το σεβασμό στο «παλιό», την προσήλωση κι εμπιστοσύνη της στην αυθεντικότητα όλων εκείνων των ανώνυμων ερμηνειών των ανώνυμων δασκάλων της που σμίλεψαν την τέχνη αλλά και την ψυχή της.
Ο Σίμων Καράς, εφαρμόζοντας τον εξίσου παραδοσιακό δρόμο της αυστηρής σχέσης δασκάλου-μαθητή, διαμόρφωσε παραπέρα τις γνώσεις, τη φωνή και την τεχνική της, κυρίως όμως την έβαλε στο δρόμο της έρευνας και στην ηθικοπνευματική προοπτική της μετάδοσης, ωθώντας την στη διπλή, ή μάλλον τριπλή, καριέρα που αργότερα ακολούθησε.
Έτσι η Δόμνα έγινε αυτή η πολύπλευρη και μοναδική προσωπικότητα: φορέας και ταυτόχρονα καταγραφέας της παραδοσιακής μουσικής, ερμηνεύτρια των δημοτικών τραγουδιών και ταυτόχρονα μελετήτριά τους, συλλέκτρια και παραγωγός δίσκων, δασκάλα και εμψυχώτρια των νέων στη στροφή τους προς την παράδοση αλλά και των παλιότερων στην επανανακάλυψή της.
Για τη σχέση ιδιαίτερα αυτήν, αποφασιστική ήταν η ιδιότητά της ως τραγουδίστριας, που την οδήγησε σε μια διαφορετική, εκσυγχρονισμένη και εκσυγχρονιστική –κι ας μην το δέχεται η ίδια– προσέγγιση της δημοτικής μουσικής: εκείνη που μελετά και ανακαλύπτει την καθαρά καλλιτεχνική διάσταση και αξία της, με κριτήρια αυστηρά, χωρίς όμως να υποτιμά τις κλίσεις της προσωπικής της μουσικής ιδιοσυγκρασίας. Στα άγνωστα τραγούδια που αναζητά και ανακαλύπτει, περισσότερο κι από τη νοηματική διάσταση την ελκύουν το ιστορικό παρελθόν που κουβαλούν και το τελετουργικό τους βάρος, τη σαγηνεύουν οι πιο παλιοί «δρόμοι», οι πιο σπάνιες κλίμακες, οι πιο αργές και δύσκολες μελωδίες, που την προκαλούν, γιατί της δίνουν την ευκαιρία να προβάλει τη φωνητική της ταυτότητα, να τελειοποιήσει την τεχνική της, να αναδείξει τη δεξιοτεχνία της, να παίξει με τα σπάνια μικροδιαστήματα της φωνής της.
Η Δόμνα όμως είναι και κατά τούτο σπάνια: είναι από τους ελάχιστους ερμηνευτές που η προσωπική τους τέχνη δεν αντιμάχεται και δεν προσβάλλει τους αυστηρούς κανόνες συλλογικότητας που διέπουν την παραδοσιακή μουσική. Τα λαϊκά ερείσματα της προσωπικότητάς της και η γνήσια συμμετοχικότητά της όπου κι αν βρεθεί, η εξοικείωσή της με όλα σχεδόν τα μουσικά ιδιώματα, η τεράστια πείρα και οι εκφραστικές δυνατότητες που έχουν ενσωματώσει τον πλούτο των απείρων και ποικίλων ακουσμάτων της την οδηγούν με φυσικότητα να βάζει την προσωπική της σφραγίδα στα τραγούδια που ερμηνεύει.
Και αυτό το δικαιούται όχι μόνο γιατί το κάνει τέλεια, αλλά γιατί η ξεχωριστή αυτή γυναίκα είναι και νιώθει επιφορτισμένος φορέας μιας βιωμένης και ζωντανής μουσικής παράδοσης που, όπως καθετί ζωντανό, δεν μένει, δεν μπορεί να μείνει, στάσιμο και αναλλοίωτο, αλλά πρέπει να δεχτεί καινούργιο αίμα για να μη χαθεί και να παραδοθεί παρακάτω.
Η Δόμνα, που ξέρει τι σημαίνει να χάνεις, να στερείσαι το παρελθόν και τον πολιτισμό του τόπου σου, αλλά και που αξιώθηκε να την εμπιστευτούν και να της καταθέσουν οι ανώνυμοι δάσκαλοί της τις πολύτιμες μνήμες, την άγραφη ιστορία, τους κρυφούς κώδικες της μουσικής τους γλώσσας, έδειξε πως ξέρει πιο καλά απ’ όλους και τούτο: ν’ αγαπά, να σέβεται και να φροντίζει την περιουσία των άλλων. Ακόμη κι όταν εκείνοι δεν ήξεραν την αξία τους, η Δόμνα έπαιρνε τα ανεκτίμητα κειμήλιά τους, τους ξανάδινε λάμψη και ζωή με την αγάπη της, για να τα επιστρέψει ταπεινά στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους. «Τα σα εκ των σων». Με μία πάντα και μόνη παράκληση ως ανταμοιβή: να μην τα εκφυλίσουν, να τα διαφυλάξουν και να τα κληροδοτήσουν σ’ εκείνους που έρχονται.
Απ’ ό,τι πήρε κι απ’ ό,τι έδωσε η Δόμνα δεν έκρυψε ποτέ τίποτε. Η κρυστάλλινη καθαρότητα και ειλικρίνεια είναι γι’ αυτήν ανάγκη. Ίσως η ίδια ανάγκη την κάνει και σήμερα να μας αποκαλύπτει τις μικρές άγνωστες αγάπες της. Κάποιες αγάπες που, αφοσιωμένη καθώς είναι ολοκληρωτικά στο έργο που έχει ταχτεί, δεν είχε το χρόνο να απολαύσει και να τους δοθεί –γιατί είμαι σίγουρη πως με το ίδιο πάθος θα τους αφιερωνόταν–, αλλά πάντα τριγυρνούν στις άκρες του ορίζοντά της και την προσκαλούν. Ας γίνουν η ευκαιρία να γνωρίσουμε αυτό που δεν ξέρουμε, αλλά και να «ξαναδούμε» αυτό που όλοι ξέρουμε από εκείνην, τη γνωστή μας άγνωστη Δόμνα.
* Από το ποίημα «Αραπιά» Μάτσης Χατζηλαζάρου (Έρως μελαχρινός, Ίκαρος, Αθήνα 1979).
Μιράντα Τερζοπούλου (1998)
Ωραία, γενναία, Ελληνίδα
Την Δόμνα μού την γνώρισε τον χειμώνα του ’64 ο Αλέξανδρος Πατσιφάς. Ήμουν υπό την ταμπέλα «Νέο Κύμα» τότε, αλλά η μουσική που γλύκαινε την καρδιά μου ήταν τα μεγάλα ροκ συγκροτήματα αφενός, και τα δημοτικά μας τραγούδια, αφετέρου.
Ανάμεσα στους γνωστούς μου, το ροκ εκπροσωπούσε ο Τάσος Φαληρέας. Τα δημοτικά απέκτησαν εκπρόσωπο, μόλις γνώρισα τη Δόμνα.
Με δική της μουσική επιμέλεια κυκλοφορούσαν, μόλις, τα 45άρια με τους βιρτουόζους της δημοτικής μας μουσικής και τους αυτοσχεδιασμούς τους. Τους άκουγες και ένιωθες ν’ αλλάζει η ζωή σου. Σχεδόν κάτω απ’ το μαξιλάρι μου τους είχα τότε.
Το ’69, μετά το σουξέ του Ντιρλαντά, ο μακαρίτης ο Πατσιφάς πίεζε τη Δόμνα να του βρει κι άλλα τέτοια, να τα πω, και η φίλη μας, από σεβασμό στον Πατσιφά, μου ’φερνε ένα σωρό τραγούδια με ζωηρό ρυθμό και ομαδικές αντιφωνήσεις σαν το Ντιρλαντά, τραγούδια της Μακεδονίας και των νήσων, ωραιότατα, αλλά εγώ δεν είχα καμία όρεξη να ξανακάνω ένα Ντιρλαντά, ούτε μ’ ενδιέφερε να γίνω διασκευαστής δημοτικών τραγουδιών.
Εμένα μ’ ενδιέφερε η ίδια η Δόμνα.
Αυτή η μανιώδης συλλέκτρια παλιών και σπάνιων τραγουδιών είχε το ταλέντο να τραγουδά και να παίζει αυτά τα τραγούδια, έτσι ώστε να αποκαλύπτει τη βαθύτερη ουσία τους και να προκαλεί καλλιτεχνική συγκίνηση στον ακροατή.
Δεν ήταν απλώς μια λαογράφος. Ήταν μια λαογράφος-καλλιτέχνης, συνδυασμός άγνωστος στην Δύση, που θα παρέμενε άγνωστος και στην Ελλάδα, αν δε υπήρχε η Δόμνα Σαμίου και οι άλλοι δύο: ο ένας είναι, προπαντός και κατεξοχήν, ο Σίμων Καράς και ο άλλος ο Ρος Ντέιλυ.
Εγώ όμως, περισσότερο από τους τρεις, αγαπώ την Δόμνα, γιατί μας επηρέασε βαθιά, ενώ ήταν οικεία και αθόρυβη, ενώ ήταν καθημερινή. Σχεδόν δεν την πρόσεχες.
Κι ούτε η ίδια έμαθε ακόμα την αξία της.
Η νεότερη ελληνική τραγουδοποιία γνωρίζει άραγε τι χρωστάει σ’ αυτή τη γυναίκα που μας φανέρωσε τα παλαιά αστικά τραγούδια της Κωνσταντινούπολης και της Κρήτης; ή τα πνευστά των μακεδονικών πόλεων;
Τι θα ήταν ο Νίκος Παπάζογλου ή ο Σωκράτης Μάλαμας κι άλλοι σημαντικοί μας νεότεροι τραγουδοποιοί, αν η Δόμνα Σαμίου δεν μας αποκάλυπτε –στα χρόνια του ’70– το Όσο βαρούν τα σίδερα, βαρούν τα μαύρα ρούχα; Αυτό το άγνωστο και παράξενα υποβλητικό κομμάτι ξεθάφτηκε από την Δόμνα για να γίνει, χρόνια μετά, το αρχέτυπο όλης σχεδόν της νεότερης μουσικής μας γενιάς.
Σκαρφάλωνε στα κατσάβραχα και μάζευε άγνωστα τραγούδια απ’ τους παππούδες. Το μόνο που έμενε ήταν να την πείσουμε να βγει στο μικρόφωνο και να τα τραγουδήσει αυτή η ίδια.
Ελπίζω να μην την πήραμε στο λαιμό μας.
Όταν πρωτοβγήκε το ’71 στο Rodeo της οδού Χέυδεν, έγινε κάτι σαν παλίρροια. Μας έδωσε, με την φωνή της, να καταλάβουμε την διαφορά ανάμεσα στην μεγάλη παράδοση της τέχνης της και στο ευτελές φολκλόρ των συνταγματαρχών. Το δημοτικό τραγούδι ξανάρχονταν φωτεινό και αποκαθαρμένο. Σαν τη θάλασσα. Και η νεολαία ήταν εκεί για να το δει.
Οι κακές γλώσσες λέγανε: «Πάει η Δόμνα, κατέβηκε στα χαμαιτυπεία με τους μαλλιάδες». Εμείς όμως ξέραμε ότι η Δόμνα ήταν, πρώτον, ωραία επειδή νίκησε τους άχρηστους δισταγμούς της. δεύτερον, γενναία επειδή τα ᾿δωσε όλα και, τρίτον, Ελληνίδα επειδή της δόθηκε να καταργήσει τα ψεύτικα όρια ανάμεσα στην θεωρία και την καλλιτεχνική πράξη και το ᾿κανε με την μεγαλύτερη φυσικότητα: απλά και άμεσα.
Ο Θεός να την έχει καλά.
Διονύσης Σαββόπουλος (Σεπτέμβριος 1998)
Πρόγραμμα
Eλάτε όλα τα πουλιά, Δωδεκάνησα
Πραματευτής κατέβαινε, Χίος
Aν δεις καράβι να περνά, Εύβοια
Ήθελα να ρθω το βράδυ, Σίφνος
Τραγούδησε η Δόμνα Σαμίου.
Eξομολογείσθε τω Kυρίω
Kράτημα
Έψαλλε η Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία υπό τη διεύθυνση του Λυκούργου Αγγελόπουλου.
Θεοτόκε Παρθένε
Έψαλλε η Δόμνα Σαμίου και η Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία υπό τη διεύθυνση του Λυκούργου Αγγελόπουλου.
Aυτοσχεδιασμοί, οργανικό
Έπαιξαν οι μουσικοί Fahrettin Çimenli και Volkan Yilmaz.
Σκοπός Tσίφτ, οργανικό
Θρήνος μεγάλος έγινε, Στερεά Ελλάδα
Mε μήνυσε η αγάπη μου, Ιερισσός Χαλκιδικής
Aπό τα γλυκά σου μάτια, Mικρά Aσία
Τραγούδησε η Δόμνα Σαμίου.
Zωναράδικο, του Διονύση Σαββόπουλου βασισμένο στο παραδοσιακό θρακιώτικο «Δω στα λιανοχορταρούδια»
Tι να τα κάνω τα τραγούδια σας, του Διονύση Σαββόπουλου
Τραγούδησαν η Δόμνα Σαμίου και ο Διονύσης Σαββόπουλος. Έπαιξαν οι μουσικοί: Ηλίας Βαβάτσικας, ακκορντεόν, Νίκος Σακελλαράκης, τρομπέτα, Βαγγέλης Ζωγράφος, κοντραμπάσο, Βασίλης Πιερρακέας, κιθάρα.
Σαν τον Kαραγκιόζη, του Διονύση Σαββόπουλου
Τραγούδησαν η Δόμνα Σαμίου ο Διονύδης Σαββόπουλος και παιδική χορωδία. Έπαιξαν οι μουσικοί: Ηλίας Βαβάτσικας, ακκορντεόν, Νίκος Σακελλαράκης, τρομπέτα, Βαγγέλης Ζωγράφος, κοντραμπάσο, Βασίλης Πιερρακέας, κιθάρα.
O Aνδρόνικος κι ο μαύρος του, Κάρπαθος
Τραγούδησε η Δόμνα Σαμίου.
H νύχτα ώρες δεκατρείς, Σκύρος
Τραγούδησε η Δόμνα Σαμίου και έπαιξαν οι μουσικοί Fahrettin Çimenli, Volkan Yilmaz και Σωκράτης Σινόπουλος.
Πέντε μήνες γκιζερούσα, Δυτ. Μακεδονία
Τραγούδησε η Δόμνα Σαμίου.
Mαντηλάτος, Θράκης, οργανικό
Tης Aρτας το γεφύρι, Μικρά Ασία
Kάστρο και πού ’ν’ οι πύργοι σου, Κρήτη
Τραγούδησε η χορωδία του Καλλιτεχνικού Συλλόγου Δημοτικής Μουσικής Δόμνα Σαμίου.
Τα κανάρια, Μικρά Ασία
Τραγούδησαν η Δόμνα Σαμίου και η χορωδία του Καλλιτεχνικού Συλλόγου Δημοτικής Μουσικής Δόμνα Σαμίου.
Παπαδιά, Ηπείρου, οργανικό
Nεραντζούλα φουντωμένη, Πελοπόννησος
Bλέπω καράβια κι έρχονται, Σκιάθος
Τραγούδησε ο μικρός Γιώργος Παπαδόπουλος. Έπαιξαν οι μικροί: Θανάσης Σαμολαδός, κλαρίνο, Μαρία Δεληγιάννη, βιολί, Παναγιώτα Ντάγια, λαούτο
Tρέξε, Γιάννα, Άγιε Nικόλα, Παϊντούσκα, Ξηροπόταμος Δράμας
Χόρεψε παιδική ομάδα. Έπαιξαν οι μουσικοί: Αβραάμ Δεμίσης, θρακιώτικη λύρα, Κώστας Δεμίσης, νταϊρέ, Στέργιος Δεμίσης, νταϊρέ.
Tρελέ τσιγγάνε, του Βασίλη Τσιτσάνη
Tι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα, του Βασίλη Τσιτσάνη
Τραγούδησε η Ελευθερία Aρβανιτάκη. Έπαιξαν οι μουσικοί, Σπύρος Γκούμας, μπουζούκι και Βασίλης Κασιμίδης, κιθάρα.
O Mεμέτης
Θα σπάσω κούπες
Aς βαστάξει αυτός ο μπάλος, Μαρμαράς Προποντίδας
Έχε γειά Παναγιά, Καροτσέρης, Κωνσταντινούπολη
Τραγούδησε η Δόμνα Σαμίου.
Eκτός προγράμματος
Tζιβαέρι, Δωδεκάνησα
Aλησμονώ και χαίρομαι,
Τραγούδησε η Δόμνα Σαμίου.
Συνεργάτες
- Τραγούδι: Δόμνα Σαμίου, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Διονύσης Σαββόπουλος
- Πρωτοψάλτης: Λυκούργος Αγγελόπουλος
- Χορωδία: Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία, Χορωδία του Καλλιτεχνικού Συλλόγου Δημοτικής Μουσικής Δόμνα Σαμίου
- Κλαρίνο: Νίκος Φιλιππίδης
- Φλογέρα: Νίκος Φιλιππίδης
- Βιολί: Νίκος Οικονομίδης
- Πολίτικη λύρα : Σωκράτης Σινόπουλος
- Κανονάκι: Πάνος Δημητρακόπουλος
- Τοξωτός ταμπουράς: Φαχρεττίν Τσιμενλί (Fahrettin Çimenli)
- Λάφτα: Σωκράτης Σινόπουλος
- Σαντούρι: Αγγελίνα Τκάτσεβα-Σταθοπούλου
- Λαούτο: Κώστας Φιλιππίδης
- Νέι: Βολκάν Γιλμάζ (Volkan Yilmaz)
- Κρουστά: Γιώργος Γευγελής, Βαγγέλης Καρίπης
- Σκηνοθετική επιμέλεια: Δάφνη Τζαφέρη
- Μουσικός σύμβουλος: Γιώργος E. Παπαδάκης
Πολυμέσα
Εικόνες
















Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1998
Με τον Λυκούργο Αγγελόπουλο και την Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία
© Stefanos
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1998
Με την Χορωδία του Καλλιτεχνικού Συλλόγου Δημοτικής Μουσικής Δόμνα Σαμίου
© Stefanos
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1998
Δόμνα Σαμίου
© Stefanos
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1998
Με τον Διονύση Σαββόπουλο
© Stefanos
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1998
Η Ελευθερία Αρβανιτάκη με τους Σπύρο Γκούμα και Βασίλη Κασιμίδη
© Stefanos
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1998
Με τον Διονύση Σαββόπουλο και παιδική χορωδία
© Stefanos
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1998
Γιώργος Παπαδόπουλος
© Stefanos
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1998
Σωκράτης Σινόπουλος, Πάνος Δημητρακόουλος, Νίκος Φιλιππίδης, Κώστας Φιλιππίδης, Νίκος Οικονομίδης
© Stefanos
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1998
Βασίλης Πιερρακέας, Βαγγέλης Ζωγράφος, Ηρακλής Βαβάτσικας, Νίκος Σακελλαράκης
© Stefanos
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1998
Διονύσης Σαββόπουλος
© Stefanos
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1998
Με τη Μαρία Δεληγιάννη, τον Θανάση Σαμολαδό και την Παναγιώτα Ντάγια
© Stefanos
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1998
Με τους Volkan Yilmaz, Fahrettin Çimenli, Αγγελίνα Τκάτσεβα-Σταθοπούλου, Σωκράτη Σινόπουλο και Πάνο Δημητρακόπουλο
© Stefanos
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1998
Ομάδα παιδιών από τον Ξηροπόταμο Δράμας
© Stefanos
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1998
Το κλείσιμο της συναυλίας
© Stefanos
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1998
Με τον Γιώργο Ε. Παπαδάκη, από την πρόβα της συναυλίας

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1998
Με τον Γιώργο Ε. Παπαδάκη και τον Διονύση Σαββόπουλο. Από την πρόβα της συναυλίας.

Βίντεο
Ελάτε όλα τα πουλιά
Συναυλία «Η γνωστή και η άγνωστη Δόμνα», Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1998

Η νύχτα ώρες δεκατρείς
Εκπομπή «Συν και Πλην» (ΕΡΤ, 1998)

Αναφορές ΜΜΕ
