Βρίσκεστε στο: Κεντρική σελίδα Το έργο της Κατάλογος τραγουδιών Η αρπαγή της κόρης του Λεβάντη από τον Διγενή

Η αρπαγή της κόρης του Λεβάντη από τον Διγενή

Ακούστε
Στίχοι
Ο ρήας της Ανατολής κι ο βασιλιάς της Δύσης
συμβούλιον εκάμασιν συμπεθερκάν να κάμουν.
Ξεήκαν1 κι εκαλέσασιν 'π' Ανατολήν ως Δύσην
όσους σκεπάζ' ο ουρανός κι όσους ηβράζ' ο ήλιος.
Κάλεσαν τους Κατσίγγανους να πάσιν εις τους γάμους,
του Γιαννακού την προξενούν και θε να τους αρμάσουν3.
Και μιαν αγίαν Κερκακήν, δεσποτικήν ημέραν,
εξέηκεν ο Διενής εκείνος στο κυνήιν.
Περτίκιν4 εκακκούρισεν5, ευτύς το σαϊτεύκει.
Οι τρεις, οι τρεις Κατσίγγανοι στην αφκοποταμούσαν6
στο γάμον επηαίνασιν, μεάλην ξήην7 είχαν.
Ένας ξηάτουν8 για σπαθίν κι ο άλλος για κοντάριν,
ο τρίτος κι ο καλύτερος για μιαν αυλήν ξηάται.
- Σαν του Λεβάντη την αυλήν άλλην αυλήν εν εία9.
Απ' έσω έν' με το ψηφίν κι απ' έξω με τον τόρνον,
και μέσα κόρη κάθεται, του ήλιου φέγγος έχει.
Έχει φεγγάριν πρόσωπον, του ήλιου μηλοβούτσια10,
δκυο άστρη 'πού τον ουρανόν έχει καμαροφρύδκια.
Του Γιαννακού την προξενούν και θε να τους αρμάσουν,
του Γιαννακού εν πρέπει του, παρά του Διενάκη,
που 'ν' άξιος και πότορμος11, για να τηνε βλεπίσει12.
Ο Διενής εν' π' άκουσεν τη λέξην απού λέουν,
το τρικλαπήιν έπκιασεν13 κι επήεν κι έφτασέν τους.
Πρώτα διά τους14 ματσουκιάν και ύστερα ρωτά τους.
- Πέτε μου, βρε Κατσίγγανοι, είντα 'ν' που εξηάστε;
Και πέτε μου το ποίημαν στην αφκοποταμούσαν.
[- Χαμάζομέ σε15, Διενή, τα λόγια που μας λέεις.
Πρώτα διάς μας μουστουνιάν16 και ύστερα ρωτάς μας.
Έπαρ' μας λίην 'πομονήν, λίην καρτεροσύνην,
να φέρουν φως τα μάδκια μας και νουν η κεφαλή μας
και λοϊσμόν τα μήλη μας17 κι εμείς να σου το πούμεν.
Παίρνει τους λίην πομονήν, λίην καρτεροσύνην,
έφερα φως τα μάδκια τους και νουν η κεφαλή τους
και λοϊσμόν τα μήλη τους, σταθήκαν να του πούσιν.
- Όσον κόσμον εΰρισα κι όσες αυλές αν εία,
σαν του Λεβάντου την αυλήν άλλην αυλήν εν εία,
απ' έσω έν' με το ψηφίν κι απ' έξω με τον τόρνον
και μέσα κόρη κάθεται, του ήλιου φέγγος έχει.
Έχει φεγγάριν πρόσωπο, τον ήλιον μηλοβούτσια,
δκυο άστρη 'πού τον ουρανόν έχει καμαροφρύδκια.
Του Γιαννακού την προξενούν και θε να τους αρμάσουν,
του Γιαννακού εν πρέπει του, παρά σένα, Διενάκη,
που 'σ' άξιος και πότορμος για να τηνε βλεπίσεις.
Και που τ' ακούει Διενής, πολλές χαρές παθαίνει.
Περτίκιν 'πού το χέριν του ευτύς το 'ποσκλαβώνει.
- Αμε κι εσού, περτίκιν μου, στον τόπον όπου ήσουν,
κι αφούς ηζιούσιν τα πολλά, να ζιεις κι εσύ μιτά18 τους.
Και 'πολοήθην κι είπεν τους και λέει και λαλεί τους.
- Γλήορα, βρε Κατσίγγανοι, προξενητές να πάτε.
Και 'πολοούνται κι είπαν του και λέουν και λαλούν του.
- Στο γάμον μάς καλέσασιν, προξενητές εν πάμεν.
Και εύρε τον Φιλιοπαππούν, προξενητής να πάει.
Ο λόος εν ετέλειωσεν, η ώρα εν 'πομένει,
θωρεί και τον Φιλιοπαππούν τον κάμπον κι ανεφαίνει
και που τον είε Διενής, πολλές χαρές παθαίνει.
Και 'πολοήθην κι είπεν του και λέει και λαλεί του.
- Γλήορα, και Φιλιοπαππού, προξενητής να πάεις.
Και 'πολοήθην κι είπεν του και λέει και λαλεί του.
- Εννέα χρόνους έσει απού 'μαι σκλαβωμένος,
τον πόλεμον κερτέψαμεν19, στην Πόλη θε να πάω.
Τα ρούχα μου ζουρώθηκαν20, τ' άρματά μου αγιώσαν21,
και η νουρά του μαύρου μου 'πό φτείρες εγεμώσαν,
κι ο μαύρος μου 'ποστάθηκεν, προξενητής εν πάω.
Και 'πολοάται Διενής Φιλιοπαππού και λέει.
- Δκιω σου22 και τα ρούχα μου, δκιω σου και τ' άρματά μου,
δκιω σου και τον μαύρον μου για να καβαλικέψεις.
Φιλιοπαππούς φοήθηκεν και γύρεψεν να φύει,
το τρικλαπήιν έπκιασεν και πήεν κι έφτασέν τον.
Διά του και τα ρούχα του, διά του τ' άρματά του,
πηά και καβαλίκεψε και λάμνησεν να πάει.
Ο Διενής εξήχασε για να του παραγγείλει,
και μνιαν σφυρκάν23 του έβαλεν, ευτύς τα πίσω στράφη
και 'πολοήθην κι είπεν του και λέει και λαλεί του.
- Είντα με θέλεις, Διενή, για να μου παραγγείλεις;
Και 'πολοάται Διενής Φιλιοπαππού και λέει.
- Εννιά ώρες η ημερού,
τες τρεις να πας, τες τρεις να 'ρτείς, τες τρεις να μου συντύχεις.
Όσον να πει έχετε γειαν, επήεν χίλια μίλια,
όσον να του 'πολοηθούν, χίλια και πεντακόσια,
στες τρεις ώρες της ημερούς εμπέην εις το γάμον.
Άμμον είχεν η θάλασσα, τ' ασκέριν έν' περίττου.
Εκεί επαίζαν τα βκιολιά, επαίζαν τα λαούτα
και που τον είδαν άρκοντες, σηκώθηκαν στο πόδιν.
- Καλώς ήρτες, Φιλιοπαππού, να φας, να πκιεις μιτά μας,
να φάεις άφριν του λαού24, να φας οφτόν περτίκιν,
να φας αρκοκεράμιον25 που τρων οι αντρειωμένοι,
να πκεις γλυκύποτον κρασίν που πίνου φουμισμένοι26,
που πίνουν το κι οι άρρωστες και βρέθουνται γιαμένες27.
Και 'πολοάται κι είπεν τους και λέει και λαλεί τους.
- Ο Διενής με έπεψε, για να τον προξενήσω.
Του Γιαννακού την προξενούν και θεν να τους αρμάσουν,
του Γιαννακού εν πρέπει του, παρά του Διενάκη,
που 'ν' άξιος και πότορμος για να τηνε βλεπίσει.
Και που τ' ακούουν άρκοντες, πολλά τους κακοφάνην.
- Εν του το είπουν μνιαν και δκυο και τέσσερις και πέντε,
ο κύρης του έν'28 Σαρακηνός κι η μάνα του Οβραίσσα,
και φτάνει από τρεις γεννιές, γαμπρόν και δεν τον θέλω.
Και που τ' ακούει Φιλιοπαππούς ευτύς τα πίσω στράφην.
Εστύλωσεν29 ο ήλιος και βρέθηκε κοντά του.
Και που τον είε Διενής, πολλές χαρές παθαίνει.
- Καλώς ήρτε Φιλιοπαππούς με τα καλά χαπάρκα30.
Και 'πολοάτ' Φιλιοπαππούς του Διενή και λέει.
- Κακώς ήρτε Φιλιοπαππούς με τα κακά χαπάρκα.
Ο κύρης σ' έν' Σαρακηνός κι η μάνα σ' έν' Οβραίσσα,
και φτάνεις από τρεις γενιές, γαμπρόν και δε σε θέλουν.
Και που τ' ακούει Διενής, πολλά του κακοφάνην.
- Κατέβα 'πού τον μαύρον μου, τυρί σαρακιασμένον31,
και κρομμύιν άκαπο32 και είσαι βρωμισμένον.
Τα ρούχα μου εζούρωσες, τ' άρματα μου αγιώσες
και την νουράν του μαύρου μου φτείρες την εγεμώσες.
Διά του και τα ρούχα του, διά του τ' άρματά του,
διά του και τον μαύρον του, πηά καβαλικεύκει.
Κι όσον να πει έχετε γειαν, επήεν χίλια μίλια,
όσον να του 'πολοηθούν, χίλια και πεντακόσια.
Φιλοπαππούς εξήχασεν για να του παραγγείλει,
και μνιαν σφυρκάν του έβαλεν, ευτύς τα πίσω στράφην.
Και 'πολοάτ' Φιλιοπαππούς του Διενή και λέει.
- 'Πόμεινε τώρα, Διενή, για να σου παραγγείλω,
αν πκιάσεις την παραγγελιάν την νιόνυφην να κλέψεις.
Και πκιάσε τούτον το στρατίν, τούτον το μονοπάτιν,
το μονοπάτι βκάλλει σε σε δασερό λιβάιν,
και εύρε δασερήν33 ελιάν, 'πού κάτω να πεζέψεις
και κόψε κούρμην34 της ελιάς και κάμε μιαν ταμπούραν35,
σκότωσε φίδκια και θερκά και βάλε της τες κόρτες,
και βάρ' τες μαύρες για χοντρές, τες άσπρες για μεντζάνες36,
τότες να παίξ' ο ταμπουράς του κόσμου τες γλυκάες.
Καθώς του είπεν έκαμεν, καθώς του παραγγέλλει.
Έπκιασεν κείνον το στρατίν, κείνον το μονοπάτιν,
το μονοπάτι βκάλλει τον σε δασερό λιβάιν•
κι ευρίσκει δασερήν ελιάν, 'πού κάτω και πεζεύκει
και κόβκει κούρμην της ελιάς και κάμνει την ταμπούραν,
σκοτώνει φίδκια και θερκά και βάλλει της τες κόρτες,
βάλλει τες μαύρες για χοντρές, τες άσπρες για μεντζάνες
και έπαιξεν ο ταμπουράς του κόσμου τες γλυκάες.
Και τα πουλιά του ουρανού χαμαί ετζιλαούσαν
και τα θερκά στες τρύπες τους κείν' αρκολοηθήκαν37.
'Πού τες χαρές του τες πολλές πηά καβαλικεύκει.
Εκειά κατά τα δειλινά μέσα στο γάμον μπαίνει.
Απ' έξω απού το τειχιόν γυρνάει και πεζεύκει
κι έπκιασε και τον ταμπούραν ευτύς εις το χέριν
και έπαιξεν ο ταμπουράς του κόσμου τες γλυκάες.
'Πού την γλυκάαν την πολλήν ο κόσμος εσπαγιάστην38.
- Και πού τον ηύρες, Διενή, τον ταμπουράν και παίζεις;
Και 'πολοάται Διενής της νιόνυφης και λέει.
- Αν πάεις με το Γιαννακόν, πολλά κακά έν' να 'χεις,
αν πάεις με το Διενή, πολλά καλά έν' να 'χεις.
Και 'πολοάται νιόνυφη του Διενή και λέει.
- Εν39 σου πιστεύκω, Διενή, αν εν σε δοκιμάσω.
Έχω δικίμιν40 έσω μου41, κάτω για να το σύρω,
στες φούχτες σου βαστάχνεις το, πάνω να μου το σύρεις;
Και 'πολοάται ο Διενής και λέει και λαλεί της.
- Και κουντιστόν το ρίψε εσύ, για να με δοκιμάσεις.
Το τρικλαπήιν έπκιασε και πάει στο δικίμιν
και κουντιστόν το έφερε και πάει φούντα κάτω.
Το 'να του παίζει ταμπουράν, τ’ άλλο πκιάνει δικίμιν,
πίσω του το επέταξεν και πήεν ένα μίλιν.
Και που το είεν νιόνυφη, πολλές χαρές παθαίνει,
σωρέει42, και τα ρούχα της και κάμνει φούντα κάτω,
έπεσεν μες στο χέριν του σα μήλον μυρωάτον.
Εκρόκατσεν τον μαύρον του43, πίσω του την πετάσσει.
Φτερνιστηρκάν του μαύρου του κι ελάμνησεν και πάει.
Ό,τι και πάψαν τα βκιολιά και πκιάσαν τα λαούτα,
έπκιασεν και ο ταμπουράς του κόσμου τες γλυκάες.
Την νιόνυφη γυρεύκουν την και πκιον εν την ηυρίσκουν
και τ' απισών44 του Διενή σαν τ' άστρη, σαν τα φύλλα,
απού 'τουν ούλον άρκοντες κι ούλον αντρειωμένοι.
Και τ' απισών τον Διενή τη νιόνυφη να πκιάσουν,
το Διενή γυρεύκουν τον και πού έν' να τον εύρουν.
Θέλεις κείνου η τύχη του, θέλεις το ριζικόν του,
το Γιαννακόν έν' πόπλασε45 στο δρόμον και πηαίνει.
'Πού τη δεξιάν του την μερκάν ογδόντα χιλιάες,
'πού την ζεβράν του την μερκάν ως εκατόν χιλιάες
και καχαμαί ανέφανεν ένα μικρόν φουσάτον,
το ενενηνταλάμπουρον46 των χίλιων χιλιάων.
Την νιόνυφην αχρώνισαν47 και θεν να του την πάρουν.
Άμμον είχεν η θάλασσα, τ' ασκέριν έν' περίττου
και πάνω του τσιπώσασι48 την νιόνυφην να πκιάσουν.
Ετράβησε στην κόξαν49 του και το σπαθίν του πκιάνει
και άκρες άκρες έπκιασεν κι οι μέσες ελιάναν50.
Εκείνος εφοήθηκεν πως έν' να του την πάρουν.
Φτερνιστηρκάν του μαύρου του, πάνω 'ς βουνόν ηβκαίνει.
Το χιλιολίτριν του ραβτίν51 χαμαί και το κουμπίζει,
την νιόνυφην επέζεψεν, εκείνη εφοήθην.
Και 'πολοάται Διενής της νιόνυφης και λέει.
- Και με φοάσαι, νιόνυφη, κι εγώ να σε γλυτώσω,
και πε μου και τον κύρην σου, πε μου και τη γενιά σου.
Και 'πολοήθην νιόνυφη του Διενή και λέει.
- Όσοι φορούν τα κόκκινα έν' τα γεννητικά μου,
όσοι φορούν τα πράσινα, τα παππογενικά μου.
Τον μαύρον καβαλίκεψεν εις τον καβκάν να πάει.
Φτερνιστηρκάν του μαύρου του, ο μαύρος εν πηαίνει.
Και 'πολοάται μαύρος του και λέει και λαλεί του.
-Το λίθος52 έχει δράκοντα, το λίθος έχει λιόντα,
την νιόνυφή σου τρω σου την και πκιον εν την ηυρίσκεις.
Και που τ' ακούει Διενής, ευτύς τα πίσω στράφην.
Μπήει τον μιαλιώναν53 του, λίθον κι ανακατώνει,
βρίσκει το δράκον και δειπνά, το λιόνταν και κοιμάται.
Διά του δράκου μνιαν κλωτσιάν, κάμνει τον δκυο κομμάδκια·
διά του λιόντα φουχταλιάν, βκάλλει του δκυο του μάδκια.
- Και μείνε, βρε συλόσταε54, την νιόνυφην να βλέπεις!
Τον μαύρο εκαβαλίκεψεν εις τον καβκάν να πάει.
Το χιλιολίτριν του ραβτίν στο χέριν του το πκιάνει
και άκρες άκρες έπκιασεν κι οι μέσες ελιάναν,
εις τα κλωθοϋρίσματα βρίσκει την πεθεράν του,
και μνιαν σπαθκιάν της έδωσε, κόβκει τα δκυο της χέρκια.
- Κι εν μου το είπες μνιαν και δκυο και τέσσερις και πέντε,
ο κύρης μ' έν' Σαρακηνός κι η μάνα μ' έν' Οβραίσσα,
και φτάνω από τρεις γεννιές, γαμπρόν και δεν με θέλεις;
Τώρα απού σε έπκιασα, είντα μπορείς να κάμεις;
Φτερνιστηρκάν του μαύρου του, πάνω 'ς βουνόν ηβκαίνει,
πίσω του την επέταξε στον κύρην του και πάει.
Αύριον έναι Κερκακή και πιθαρκού55 έν' Τρίτη
και είπασιν οι άρκοντες πως έν' ο γιος τ' Ακριτη.
Εκείνος που το έβκαλεν σαν ποιητής λοάται,
κείνου πρέπει μακάριση και μέναν το σπολλάτε56.]
1ξεήκαν: εβγήκαν
2ηβράζ’: ζεσταίνει
3αρμάσουν: να τους παντρέψουν
4περτίκιν: πέρδικα
5εκακκούρισεν: λάλησε
6στην αφκοπουταμούσαν: στην ακροποταμιά
7ξήην: συνομιλία, συζήτηση
8ξηάτουν: μιλούσε.
9εν εία: δεν είδα
10μηλοβούτσια: ζυγωματικά, μήλα του προσώπου
11πότορμος: τολμηρός
12βλεπίσει: να τη φροντίζει, να την προστατέψει
13το τριπλακήιν έπκιασεν: έκανε τρεις δρασκελιές
vv 14διά τους: τους δίνει
15χαμάζομέ σε: παραξενευόμαστε, απορούμε με σένα
16μουστουνιάν: γροθιά στο πρόσωπο, τουρκ. muşta
17λοϊσμόν τα μήλη μας: να έρθουμε στα συγκαλά μας. Πιθανόν πρόκειται για τα μηνίγγια/μηλίγγια.
18μιτά: μαζί
19κερτέψαμεν: κερδίσαμε
20ζουρώθηκαν: ζάρωσαν και λερώθηκαν
21αγιώσαν: σκούριασαν
22δκιω σου: σου δίνω
23σφυρκάν: σφύριγμα
24άφριν του λαού: νεφραμιά του λαγού
25αρκοκεράμιον: αγριοκάτσικο
26φουμισμένοι: ένδοξοι
27γιαμένες: γιατρεμένες, θεραπευμένες
28έν’: είναι
29εστύλωσεν: ο ήλιος έφτασε ψηλά
30χαπάρκα: χαμπέρια
31σαρακιασμένον: σκουληκοφαγωμένο
32κρομμύιν άκαπο: κρεμμύδι ξεφλουδισμένο
33δασερή: φουντωτή
34κούρμη: χοντρό κλαρί
35Ο ταμπουράς είναι πολύ παλιό τρίχορδο όργανο με αχλαδόσχημο ηχείο και μακρύ μπράτσο. Παίζεται με πένα ή με δοξάρι και μπορεί να εκτελεί διαστήματα που αντιστοιχούν σε κλάσματα του ημιτονίου. Το όνομα προέρχεται από το αραβοτουρκικό tambura, ta(u)nbur (είδος λαούτου), αν και συσχετίζεται, χωρίς όμως να είναι καθόλου βέβαιο, με το αρχαιοελληνικό και βυζαντινό «πανδούρα», που θεωρείται ήδη από τους αρχαίους βαβυλωνιακό όνομα και όργανο. Πιστεύεται ότι κανένα όργανο δεν μπορεί να δώσει τον γλυκό ήχο και τον πλούτο των τονικών χρωμάτων του ταμπουρά και να συνοδεύσει τόσο τέλεια την ανθρώπινη φωνή. Πολλοί στίχοι δημοτικών τραγουδιών αναφέρονται στη μαγευτική επίδρασή του.
36μετζάνες: οι μεσαίες χορδές
37αρκολοηθήκαν: άκουσαν, έστησαν αυτί.
38εσπαγιάστην: λιγωθηκε
39εν: δεν
40δικίμιν: μέσο δοκιμασίας, ίσως το αναφερόμενο παρακάτω λίθος, λιθάρι
41έσω μου: στο σπίτι μου
42σωρέει: μαζεύει
43εκρόκατσεν τον μαύρον του: χαμήλωσε το άλογο του
44απισών: πίσω από
45πόπλασε: συνάντησε
46ενενηνταλάμπουρον: φουσάτο με ενενήντα φλάμπουρα.
47αχρώνισαν: γνώρισαν
48τσιπώσασι: όρμησαν
49κόξα: μέση
50ελιάναν: λιγόστεψαν
51το χιλιολίτριν του ραβτίν: το ραβδί του που ζυγίζει χίλιες λίτρες
52λίθος: πέτρα μεγάλη, βράχος
53μιαλιώνας: αντίχειρας
54συλόσταε: σκυλόστραβε, θεόστραβε
55πιθαρκού: μεθαύριο
56σπολλάτε: εις πολλά έτη, ευχές στον αφηγητή. Οι τελευταίοι ομοιοκατάληκτοι στίχοι, επίλογος του τραγουδιού, αποτελούν ένα από τα στερεότυπα «κλεισίματα» των Κυπρίων ποιητάρηδων που διέδιδαν τα μακροσκελή αφηγηματικά τραγούδια και που με φιλοσοφικούς στοχασμούς καθώς και ευχές και κολακείες προς το ακροατήριο απέβλεπαν στην εξασφάλιση της αμοιβής τους (βλ. και τραγούδι Ο Χάρος μαύρα φόρησεν).
Σχόλια
Η μελωδία του τραγουδιού είναι αυτοσχεδιασμός του Μιχάλη Ττερλικκά και βασίζεται σε αφηγηματικά τραγούδια που κατέγραψε ο ίδιος το 1976 από τον Σταύρο Κοτζιάμπαση (1897-1986) από τον Καραβά.
Πληροφορίες καταγραφής
Ηχογραφήθηκε σε στούντιο, το 2004.
Σχόλια Μελών
Κάντε ένα σχόλιο
Δείτε επίσης

Τραγούδι
Η αρπαγή της κόρης του Λεβάντη από τον Διγενή

Τραγούδι
Τέσσερα τζιαι τέσσερα

Τραγούδι
Άρκοντες τρων και πίνουσι

Τραγούδι
Ένας άγουρος κι ένας καλός στρατιώτης

Τραγούδι
Ακρίτας όνταν έλαμνεν

Τραγούδι
Εβράδυν παλιοβράδυν

Τραγούδι
Η Αροαφνού

Τραγούδι
Μαύρο καπνό είδα κι έβγαινε


Τραγούδι
Ο Διγενής ψυχομαχάει

Τραγούδι
Ο Μάραντον

Τραγούδι
Ο Μάραντον


Τραγούδι
Τηλλυρκώτισσα
